Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *Αϊ-*
6 εγγραφές [1 - 6]
Aϊ- [ai] (άκλ.) : (προφ., λαϊκότρ.) άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-)· προσδιορίζει το όνομα αγίου ή της εκκλησίας του· (πρβ. Aγια-): Aϊ-Γιάννης, Aϊ-Δημήτρης, Aϊ-Nικόλας. || σε τοπωνύμια: Aϊ-Στράτης.

[< Aγι- < Aγιο- < Άγιος, με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα]

γαιο- [jeo] & γαιό- [jeó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & γαι- [je], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. γη ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. γεω-, γη-)· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αναφέρεται στη γη ως καλλιεργήσιμη ή μη έκταση: ~κτήμονας, ~κτησία. β. αναφέρεται στη γη με τη γενική σημασία, στο χώμα: γαιότοιχος. γ. προέρχεται από τη γη: γαιάνθρακας.

[λόγ. < αρχ. γαι(ο)- θ. του ουσ. γαῖ(α) (ποιητ. τ. αντί γῆ) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. γαιο-νόμος `που κατοικεί στη χώρα΄ & μτφρδ.: γαιο-κτήμονας < γερμ. Land besitzer]

ελαιο- 1 [eleo] & ελαιό- [eleó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ελαι- [ele], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· σε σύνθεση με λόγιας προέλευσης β' συνθετικό σε περίπτωση που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο· με αναφορά: 1. στο δέντρο της ελιάς· (πρβ. λιο- 2): ελαιότοπος, ~φυτεία· ελαιόφυτος. 2. στο ελαιόλαδο (αλλά και στα υπόλοιπα φυτικά έλαια) και στον καρπό της ελιάς· (πρβ. λαδο-): ~παραγωγός· ~παραγωγή, ~τριβείο· ~παραγωγικός· ελαιεμπόριο, ελαιέμπορος, λαδεμπόριο, λαδέμπορος.

[λόγ. < αρχ. ἐλαι(ο)- θ. του ουσ. ἔλαιο(ν) `λάδι΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐλαιο-λόγος `που μαζεύει ελιές΄, ελνστ. ἐλαιο-κομία, ἐλαιο-τρίβιον, μσν. ελαιό-λαδον]

κεφαλαιο- [efaleo] & κεφαλαι- [efale], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (συνήθ. οικον.) το ουσιαστικό κεφάλαιο 1 ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: κεφαλαιαγορά· ~ποιώ· ~κρατία, ~κράτης, ~κρατικός, ~ποίηση.

[λόγ. θ. του ουσ. κεφάλαι(ο) 1 -ο- απόδ. γαλλ. capital ως α' συνθ.: κεφαλαιο-κράτης < γαλλ. capitaliste]

πετρελαιο- [petreleo] & πετρελαιό- [petreleó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & πετρελαι- [petrele], σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : (πρβ. πετρο- 2)· α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. αναφέρεται στο πετρέλαιο: ~παραγωγή, ~πηγή· πετρελαιόπισσα· ~παραγωγός. 2. είναι κατάλληλο για το πετρέλαιο: πετρελαιαγωγός, ~δεξαμενή· ~φόρο. 3. κινείται με πετρέλαιο: ~κινητήρας, ~μηχανή, ~κίνητος.

[λόγ. θ. της λ. πετρέλαι(ον) -ο- ως α' συνθ. & σε μτφρδ.: πετρελαιο-πηγή < αγγλ. oil-well]

χαμαι- [xame] & χαμαί- [xamé], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χαμ- [xam], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [e] : το λόγιο επίρρ. χαμαί ως α' συνθετικό σε σύνθετες, κυρίως λόγιες ή επιστημονικές λέξεις, με τη σημασία κάτω, προς τα κάτω: χαμερπής· ~κλινής, ~φυής. || δίνει το λόγιο τύπο λέξεων οι οποίες στον προφορικό λόγο αποδίδονται με το α' συνθετικό χαμο-: ~κέρασο, χαμαίκλαδο, χαμαίμηλο.

[λόγ. < αρχ. χαμ(αι)- < επίρρ. χαμαί (> χάμω) ως α' συνθ.: αρχ. χαμαι-κοίτης `που κοιμάται στο έδαφος΄, χαμαί-ζηλος `χαμηλό φυτό΄, ελνστ. σημ.: `χυδαίος΄, ελνστ. χαμαί-μηλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες