Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %-όυδι*
7 εγγραφές [1 - 7]
-άς -ού -άδικο / -ούδικο [ás] : επίθημα ανισοσύλλαβων ονομάτων παράγωγων από ουσιαστικά· μέσα στην πρόταση τα ονόματα αυτά λειτουργούν συνηθέστερα ως κατηγορούμενα και λιγότερο ως επιθετικοί προσδιορισμοί και δηλώνουν το πρόσωπο (άντρα, γυναίκα, παιδί ή γενικά έμψυχο ουδέτερου γένους) που χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (γλώσσα) γλωσσάς - γλωσσού - γλωσσάδικο, (λόγος) λογάς - λογού - λογάδικο, (φαΐ) φαγάς - φαγού - φαγάδικο / φαγούδικο. || συχνά δηλώνει το πρόσωπο που αγαπά, που του αρέσει να τρώει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μακαρόνια) μακαρονάς - μακαρονού - μακαρονάδικο.

[επίθημα επιθ. < -άς 1]

-ούδι 1 [úδi] : υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων κυρίως από ονόματα: (άγγελος) αγγελούδι, (βλαστάρι) βλασταρούδι, (μαθητής) μαθητούδι, (καλά) καλούδια, (τρυφερός) τρυφερούδι. || η συχνά ατονημένη υποκοριστική του σημασία μπορεί να ενισχυθεί με το επίθημα -άκι: (μυαλό - μυαλούδι) μυαλουδάκι· (βλ. -ουδάκι).

[μσν. -ούδιν < ελνστ. -ούδιον < αρχ. υποκορ. επίθημα -διον σε λ. με θ. σε -ου: αρχ. χνοῦς > χνού-διον, βοῦς > βού-διον και νέα ανάλ. -ούδιον]

-ούδι 2 : ατονημένο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει αυτό που μένει μετά την εκτέλεση της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται: (αποδιαλέγω) αποδιαλεγούδι, (πελεκάω) πελεκούδι.

[< -ούδ(α) -ι]

γλωσσάς -ού -άδικο / -ούδικο [γlosás] Ε9α : (οικ.) που μιλάει πολύ και συνήθ. με αυθάδεια και θρασύτητα, που βγάζει γλώσσα, και ως ουσ.: Πρόσεξε πώς θα φερθείς, για να μην πέσεις στο στόμα αυτής της γλωσσούς.

[μσν. γλωσσάς < γλώσσ(α) 1 -άς]

πολυλογάς -ού -άδικο / -ούδικο [poliloγás] Ε9α : που λέει πολλά λόγια, φλύαρος: Πολυλογάδικο παιδί. || (ως ουσ.): Δε σταμάτησε να μιλάει, ο ~!

[πολυ- + λόγ(ος) -άς]

φωνακλάς -ού -άδικο / -ούδικο [fonaklás] Ε9α : που συνηθίζει να μιλάει μεγαλόφωνα, να βάζει τις φωνές και να διαμαρτύρεται: Είναι ~ αλ λά έχει χρυσή καρδιά. || (ως ουσ.).

[φωνάκλ(α) `μεγάλη φωνή΄ (< φων(ή) -άκλα) -άς]

χοντρομπαλάς -ού -άδικο / -ούδικο [xondrobalás] Ε9α : (μειωτ.) για κπ. που είναι πολύ χοντρός.

[χοντρο- + μπάλ(α) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες