Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %-όπουλο*
1 εγγραφή
-όπουλο [ópulo] : υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το συνήθ. μικρής ηλικίας αγόρι αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (άρχοντας) αρχοντόπουλο, (βασιλιάς) βασιλόπουλο, ο γιος του άρχοντα, του βασιλιά· (δάσκαλος) δασκα λόπουλο, (παπάς) παπαδόπουλο. 2. το μικρής ηλικίας αγόρι που έχει τα χαρακτηριστικά στοιχεία που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (εργάτης) εργατόπουλο, (ζητιάνος) ζητιανόπουλο, (επαρχιώτης) επαρχιωτόπουλο, (πρίγκιπας) πριγκιπόπουλο. || για μικρής ηλικίας κορίτσι: (κορίτσι) κοριτσόπουλο. || στον πληθυντικό, για μικρής ηλικίας παιδιά ανεξαρτήτως φύλου: (χριστιανός) χριστιανόπουλα, (χωριάτης) χωριατόπουλα. 3. το μικρό του ζώου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κλώσα) κλωσόπουλο, (πέρδικα) περδικόπουλο.

[μσν. -πουλον με προσθήκη του συνδ. φων. -ο-: μσν. αρχοντ-ό-πουλον, βασιλ-ό-πουλο, ποτηρ-ό-πουλον `μικρό ποτήρι΄ ουδ. του -πουλος < πούλος `νεοσσός΄ < λατ. pullus (σύγκρ. πουλί)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες