Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %-ιστικ*
3 εγγραφές [1 - 3]
-ίστικος -ίστικη -ίστικο [ístikos] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· προσδιορίζουν πράγμα ή συμπεριφορά που ανήκει ή ταιριάζει στο σημαινόμενο από την πρωτότυπη λέξη: (αγόρι) αγορίστικος, (κορίτσι) κοριτσίστικος, (κούκλα) κουκλίστικος. || συνήθ. και με μειωτική, ειρωνική σημασία· (πρβ. -ίσιος): (γυναικούλα) γυναικουλίστικος, (θεατρίνος) θεατρινίστικος, (μαμά - μαμάδες) μαμαδίστικος, (νοικοκύρης) νοικοκυρίστικος.

[μεταρ. επίθημα κτητ. επιθ. -τικος στο συνοπτ. θ. -ισ- μετουσ. ρ. σε -ίζω: παπαγάλ(ος) > παπαγαλ-ισ- (παπαγαλ-ίζω) > παπαγαλίσ-τικος, μωρουδ(άκι) > μωρουδ-ισ- (μωρουδ-ίζω) > μωρουδίσ-τικος, και δημιουργία νέου μετουσ. επιθήματος επιθέτων -ίστικος: κοριτσ-ίστικος (< κορίτσ-ι)]

-ιστικός 1 -ιστική -ιστικό [istikós] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά (συνήθ. σε συνδυασμό με τα ουσ. σε -ισμός)· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (αταβισμός) αταβιστικός, (φουτουρισμός) φουτουριστικός, (υπαρξισμός) υπαρξιστικός, (κολεκτίβα) κολεκτιβιστικός.

[λόγ. < αρχ. σύνθετο μετουσ. και μεταρ. επίθημα κτητ. επιθ. -ισ-τικός < μεταρ. ουσ. σε -ισ-τής (δες λ.) και μετον. ρήματα σε -ίζω: αρχ. σοφ-ιστής (< σοφ-ίζομαι) > σοφ-ισ-τικός, χαρακτηρ-ίζω > χαρακτηρ-ισ-τικός & γαλλ. -istique, -iste, αγγλ. -istic, -istical, γερμ. -istisch < λατ. -isticus < αρχ. -ιστ-ικός, και σε συνδυασμό με το επίθημα -ισμός < -ismus < ελνστ. -ισμός: νεοελλ. ελλην-ιστικός < γερμ. hellenistisch < Hellenismus (διαφ. το ελνστ. ἑλ λην-ισμός `χρήση ελληνικού ύφους΄), αταβ-ιστικός (αταβ-ισμός) < αγγλ. atavistic (< atavism)]

-τικός -τική -τικό [tikós] & -ητικός -ητική -ητικό [itikós] & -ωτικός -ωτική -ωτικό [otikós] & -στικός -στική -στικό [stikós] & -ιστικός 2 -ιστική -ιστικό [istikós] θηλ. (οικ.) & -τικιά [tiá], -ητικιά [itiá], -ωτικιά [otiá], -στικιά [stiá], -ιστικιά [istiá], ανάλογα με το χαρακτήρα του αοριστικού θέματος του ρήματος από το οποίο παράγεται : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων συνήθ. από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη, είναι κατάλληλο γι΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (απαγορεύω) απαγορευτικός, (επιβαρύνω) επιβαρυντικός· (βοηθώ) βοηθητικός, (παρηγορώ) παρηγορητικός· (εκτυπώνω) εκτυπωτικός, (χαλαρώνω) χαλαρωτικός, (βεβαιώνω) βεβαιωτικός· (προβιβάζω) προβιβαστικός, (στεγάζω) στεγαστικός· (δροσίζω) δροσιστικός, (εξοργίζω) εξοργιστικός. || με ουσιαστικοποίηση ενός από τα τρία γένη του επιθέτου: ο δικαστικός· η διατακτική, προστακτική· το αποδεικτικό, δικαιολογητικό· ζυγιστικά.

[λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα -τικός (< -ικός σε λ. με θ. σε -τ-: αρχ. ὑπηρετ-ικός, ἀθλητ-ικός) παραγωγικό επιθ.: αρχ. βοηθη-τικός, ὑπνω-τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες