Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %-ια*
120 εγγραφές [1 - 10]
-ής -ιά -ί [ís] & (άκλ.) 4 [í] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά. α. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει το χαρακτηριστικό χρώμα της πρωτότυπης λέξης: (βύσσινο) βυσσινής, (βιολέτα) βιολετής, (κανέλα) κανελής, (λεμόνι) λεμονής, (μενεξές) μενεξεδής. β. συνήθ. σχηματίζεται και άκλιτος τύπος σε -ί: Mια βυσσινί μπλούζα.

[-ής: τουρκ. επίθημα -i (-ι, -u, -ü) που παράγει επίθ. από ουσ., ανάμεσα σ΄ αυτά και επίθ. δηλωτικά χρώματος: fιstιk > fιstιkî > ελλην. φιστικί (< φιστίκι), limon > limonî > ελλην. λεμονί ( [i > e] κατά το λεμόνι), και δημιουργία νέου κλιτ. παραδείγματος με βάση το ουδ.· -ί: κατά τα ατελώς προσαρμοσμένα δάνεια]

-ια 1 [ia] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα: (βλαστημώ) βλαστήμια, (καταντώ) κατάντια, (παρηγορώ) παρηγόρια, (στενοχωρώ) στενοχώρια.

[αρχ. -εια (δες -εια) σε λίγες μόνο λ., με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.: αρχ. βοήθ-εια < βοηθ-ός & δημιουργία κατά το μεσαίωνα μετον. και μεταρ. αφηρ. ουσ. με υποχωρ. τονισμό: αρχ. ἄρρωστ-ος > μσν. αρρώστ-ια (αντί του αρχ. ἀρρω στ-ία), παρηγορ-ώ > παρηγόρ-ια (και παρηγορ-ιά < αρχ. παρηγορ-ία), καταφρον-ώ > καταφρόν-ια, με τελική προφ. [ia] (αποφυγή της χασμ.) (δες και -ία 2, -ιά 2)]

-ία 1 [ía] : επίθημα με λόγια προέλευση για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· (βλ. -σία): 1. παράγωγων από ρήματα συχνά σύνθετα· δηλώνει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα της πρωτότυπης λέξης· (πρβ. -ιά 3, -ιά 5): (επιθυμώ) επιθυμία, (μακρηγορώ) μακρηγορία, (συνομιλώ) συνομιλία, (χειροδικώ) χειροδικία. || παράγωγων από ουσιαστικά: (πρόεδρος) προεδρία, (τοκογλύφος) τοκογλυφία. || (ποτοποιός) ποτοποιία. 2. παράγωγων από επίθετα συνήθ. σύνθετα· δηλώνει κατάσταση, γνώρισμα ή συμπεριφορά σχετική με την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ιά 4): (άγλωσσος) αγλωσσία, (πατριδοκάπηλος) πατριδοκαπηλία, (ψύχραιμος) ψυχραιμία. 3. (επιστ.) σε επιστημονικούς όρους ή για να δηλώσει πάθηση ή γενικά κατάσταση που αποκλίνει από το φυσιολογικό: ακρομεγαλία, ασπερμία, ισχαιμία, σπληνομεγαλία, υδροκεφαλία.

[λόγ. < αρχ., συχνό επίθημα -ία, δηλωτικό ποιότητας ή κατάστασης, σπανιότ. πράξης που παρήγε αφηρ. θηλ. ουσ. από άλλα ουσ., από επίθ., ή και σε συσχετισμό με ρ.: αρχ. ἄγγελ(ος) > ἀγγελ-ία, ἄξ(ιος) > ἀξ-ία, σωτήρ - σῴζω > σωτηρ-ία· φρ. δήμου κράτος - δημοκρατ-ία· επίσης δηλωτικό χώρας (δες -ία 2), καθώς και πάθησης: πλεύμων / πνεύμων > πλευμον-ία / πνευμον-ία, ναύτ(ης) > ναυτ-ία, (δες και -ιά 2), καθώς και σε ουσ.: αρχ. ἑταῖρ(ος) `σύντροφος΄ > ἑταιρ-ία `συντροφική κατάσταση, σύλλογος΄ (δες και -εια) & διεθ. -ia, αγγλ. -y, γαλλ. -ie < λατ. -ia < αρχ. -ία, συνήθ. για δήλωση παθολογικής κατάστασης, αλλά και γενικότερα για (αφηρ.) επιστημονικούς όρους, και με μετακ. τόνου για να μοιάζει με το αρχ. -ία: ακεφαλ-ία < νλατ. acephalia, αναφυλαξ-ία < γαλλ. anaphylaxie, λαρυγγοσκοπ-ία < διεθ. laryngo- + -scopy· αναλ. και για απόδ. άλλων αφηρ. ή περιλ. ουσ. που το επίθημά τους έχει διαφ. προέλ. ή έχουν τυχαία τέτοια “κατάλ.”: γαλλ. bourgeoisie > μπουρζουαζία, ιταλ. > αγγλ. mafia ( [má-] ) > μαφία (αλλ. στη θέση του τόνου για προσαρμογή στο ίδιο σχ.) (δες και -ιά 2)]

-ιά 1 [] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει φυτό ή δέντρο σε αντίθεση προς το λουλούδι, τον καρπό ή προς ένα μέρος τους: (αμύγδαλο) αμυγδαλιά, (βύσσινο) βυσσινιά, (κεράσι) κερασιά, (σύκο) συκιά, (τριαντάφυλλο) τριανταφυλλιά.

[ελνστ. μετουσ. επίθημα -έα > -ία δηλωτικό ονόματος φυτού: ελνστ. ἀμυγδαλ-έα (< αρχ. ἀμύγδαλ-ον), κερασ-έα (< ελνστ. κεράσ-ιον) με βάση τα αρχ. μηλέα (< μῆλον), ἰτέα, ίσως και με επίδρ. της ιωνικής διαλέκτου, για δημιουργία αντίθεσης ανάμεσα σε ολόκληρο το φυτό και σε μέρος του, όπως τον καρπό, το βλαστό, το άνθος > μσν. -ιά (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.): ελνστ. κερασ-έα > κερασ-ία > μσν. κερασ-ιά· στα νεοελλ. το επίθημα προστίθεται γενικά σε θέμα λ. που δηλώνει καρπό κτλ. για να παραχθεί το όν. του φυτού, αλλά υπάρχει αναλ. και σε μερικά ον. φυτών χωρίς τέτοια μορφολ. παραγωγή: ιτιά, οξιά, πασχαλιά]

-ια 2 0 [ia] & [(ia)] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : (βοτ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει φυτό ή δέντρο: αροκάρια, γαρδένια, καμέλια, ντάλια.

[λόγ. < νλατ. -ia δηλωτικό φυτών, με βάση κύρια ονόματα (συνήθ. βοτανολόγων): καμέλ-ια < camellia (< Camell(i) -ia), γαρδέν-ια < gardenia (< Garden -ia)· οι λ. αυτές δεν έχουν ολοκληρωμένη μορφολογική ανάλυση στα ελλην.]

-ία 2 : επίθημα κύριων ουσιαστικών· δηλώνει τη χώρα ή τον τόπο που παίρνουν την ονομασία τους από το εθνικό ή πατριδωνυμικό ουσιαστικό από το οποίο παράγονται· (πρβ. -ιά 2): (Γάλλος) Γαλλία, (Άγγλος) Aγγλία, (Γερμανός) Γερμανία, (Bούλγαρος) Bουλγαρία, (Ελβετός) Ελβετία, (Mακεδόνας) Mακεδονία, (Θεσσαλός) Θεσσαλία, (Πέρσης) Περσία.

[λόγ. < αρχ. -ία (δες στο -ία1) δηλωτικό χώρας: αρχ. Λυδ(ός), Λύδ(ιος) > Λυδ-ία & νλατ. -ia < λατ. -ia < αρχ. -ία (π.χ. Sicilia < αρχ. Σικελ-ία, και αναλ. Graecia `Ελλάδα΄ < Graecus `Έλληνας΄): Γαλλ-ία (Γάλλ-ος) < νλατ. Gallia (στη νέα σημ.) < λατ. Gallia `Γαλατία΄ < Gallus `Γαλάτης΄ (σύγκρ. -ιά 2)]

-ιά 2 : επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει: 1. ενέργεια που γίνεται με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ιά 3): (βελόνι) βελονιά, (κανόνι) κανονιά, (μάτι) ματιά, (πινέλο) πινελιά. || (και σε συγκεκριμένα ουσ.) δηλώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας ή της χρήσης αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (βελόνι) βελονιά, (πινέλο) πινελιά· συχνά δηλώνει συγχρόνως και: α. επιθετική ενέργεια που γίνεται με αυτό που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη: (φτυάρι) φτυαριά, (χαστούκι) χαστουκιά. β. την πληγή που δημιουργείται με αυτό που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη: (μαχαίρι) μαχαιριά, (ξυράφι) ξυραφιά, (ψαλίδι) ψαλιδιά. γ. πλήγμα στο σημείο που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη: (σβέρκο) σβερκιά. 2. την ποσότητα που χωράει αυτό που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη: (καράβι) καραβιά, (πιρούνι) πιρουνιά, (τηγάνι) τηγανιά, (φτυάρι) φτυαριά. 3. κηλίδα ή άσχημη μυρωδιά σχετικές με αυτό που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ίλα): (καπνός) καπνιά, (κάρβουνο) καρβουνιά, (λάδι) λαδιά, (μελάνι) μελανιά. 4α. πολλά όμοια με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αγρότης) αγροτιά, (εργάτης) εργατιά· (μειωτ.) σε εθνικά: (Bλάχος) Bλαχιά, (Tούρκος) Tουρκιά. β. τόπο που χαρακτηρίζεται από αυτό που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη: (αμμούδα) αμμουδιά· σε τοπωνύμια: (πλατάνι) Πλατανιά. || γενικά τόπο: (ανήφορος) ανηφοριά, (μέρος) μεριά, (ράχη) ραχιά. 5α. χρονική έκταση: (βράδυ) βραδιά, (νύχτα) νυχτιά. || αρχιμηνιά, πρωταπριλιά. β. καιρική κατάσταση: (σύννεφο) συννεφιά. || βαρυχειμωνιά. 6. φαγώσιμο με κύριο συστατικό του αυτό που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη: (άρμη) αρμιά. 7. σε προφορικό και οικείο λόγο δηλώνει, με ευχάριστη ή και ειρωνική διάθεση, ότι είναι πολύ καλό αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κουστούμι) κουστουμιά, (πουκάμισο) πουκαμισιά.

[αρχ. μετουσ. περιλ. επίθημα -ιά (προφ. [iá] ): αρχ. μυρμηκ-ιά (< μύρμηξ) > νεοελλ. μυρμηγκ-ιά & αρχ. μετουσ. επίθημα αφηρ. θηλ. ουσ. -ία, σπανιότ. -εία, συγγενικών με ρήματα και συχνά επίσης με ουσ. ή επίθ., καθώς και επιπλέον δημιουργίες κατά τα σχήματα: αρχ. ἄδικ-ος - ἀδικ-ῶ > ἀδικ-ία, δοῦλ-ος - δουλ-εύω > δουλ-εία, ἐπιθυμ-ῶ > ἐπιθυμ-ία > μσν. -έα (αναλ. προς το -έα > -ία (δες στο -ιά 1) την εποχή που και οι δύο τύποι, -έα και -ία, συνυπήρχαν) > μσν. -ιά (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.), και συχνά με εξέλιξη της σημ. από αφηρ. σε συγκεκριμένη: αρχ. ἐλευθερ-ία > μσν. λευτερ-ιά, μσν. κοντάρ(ιν) > κονταρ-έα > κονταρ-ία > κονταρ-ιά, αρχ. δουλε-ία `η ιδιότητα του δούλου΄ > μσν. δουλ-εία (στη νέα σημ.) > δουλ-ειά, μσν. Mπαρμπαρ-ία (< Mπαρμαρ-ίνοι) > νεοελλ. Mπαρμπαρ-ιά (περιλ., τελικά δηλωτικό χώρας: σύγκρ. -ία 2) (δες και -ία 1, -εια)]

-ια 3 [ia] : επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών πληθυντικού αριθμού παράγωγων από κύρια ονόματα· δηλώνει την τέλεση οργανωμένων εορταστικών εκδηλώσεων προς τιμήν αυτού (αρχαίου θεού, αγίου ή προσώπου) που εκφράζει η λέξη από την οποία παράγεται· (βλ. -ειος -εια -ειο): (Διόνυσος) Διονύσια, (Άγιος Δημήτριος) Δημήτρια.

[λόγ. < αρχ. κατάλ. ουδ. πληθ. ουσιαστικοπ. επιθ. -ια: αρχ. Διονύσ-ια (ενν. ἱερά)]

-ιά 3 : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα και ρηματικά παράγωγα· δηλώνει την πράξη συνήθ. μιας φοράς - κάποτε και μιας στιγμής- ή το αποτέλεσμα της πράξης που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (βλ. -σιά)· (πρβ. -ιά 2, -ία 1): (δαγκώνω) δαγκωνιά, (τσιμπώ) τσιμπιά· (ζαρώνω - ζάρωμα) ζαρωματιά· συχνά δηλώνει και την πληγή που δημιουργείται: (δάγκωμα) δαγκωματιά, (λάβωμα) λαβωματιά.

[δες -ιά 2]

-ιά 4 : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· δηλώνει ιδιότητα σχετική με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (άνθρωπος) ανθρωπιά, (άρχοντας) αρχοντιά, (παλικάρι) παλικαριά, (ανάποδος) αναποδιά, (κακόμοιρος) κακομοιριά, (σκοτεινός) σκοτεινιά.

[< -ιά 2]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...12   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες