Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -δρόμιο [δrómio] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το χώρο, τις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για την προσγείωση και την απογείωση των ιπτάμενων οχημάτων που υπονοεί το α' συνθετικό: αερο~, ελικο~. 2. τις αθλητικές εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή του αθλήματος που υπονοεί το α' συνθετικό: ιππο~, παγο~, ποδηλατο~. 3. το χώρο που προορίζεται για την κίνηση αυτών που αναφέρει το α' συνθετικό: πεζο~.
[λόγ. < ελνστ. -δρόμιον ως β' συνθ.: ελνστ. ἱππο-δρόμιον (< αρχ. -δρόμιος < ουσ. δρόμ(ος) -ιος: αρχ. ἱππο-δρόμιος `που προΐσταται σε ιπποδρομίες΄)]