Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %-αιο*
3 εγγραφές [1 - 3]
-αίοι [éi] : 1.(λαϊκότρ., προφ.) επίθημα για το σχηματισμό δεύτερου τύπου της ονομαστικής πληθυντικού αρσενικών ουσιαστικών (συνήθ. σε -ης, πληθ. -ηδες) που δηλώνουν: α. επάγγελμα ή ιδιότητα: (μουσαφίρηδες) μουσαφιραίοι, (νοικοκύρηδες) νοικοκυραίοι, (τσαγκάρηδες) τσαγκαραίοι, (καπετάνιοι) καπεταναίοι. β. κάποτε μειωτικά: (σκουπιδιάρηδες) σκουπιδιαραίοι. 2. (προφ.) επίθημα για το σχηματισμό οικογενειακών ονομάτων: Kολοκοτρωναίοι, Mποτσαραίοι.

[μσν. επίθημα -αίοι: μσν. καβαλα ρ-αίοι, Σαρακην-αίοι < αρχ. εθν. επίθημα -αῖοι, πληθ. του -αῖος: αρχ. Ἀθην-αῖοι, ελνστ. Ῥωμ-αῖοι]

-αίος [éos] θηλ. -αία [éa] : επίθημα με λόγια προέλευση εθνικών ή πατριδωνυμικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά που δηλώνουν χώρα, πόλη ή γενικά τόπο: (Ευρώπη) Ευρωπαίος - Ευρωπαία, (Θήβα) Θηβαίος, (Kέρκυρα) Kερκυραίος, (Ρώμη) Ρωμαίος.

[αρχ. επίθημα -αῖος: αρχ. Ἀθην-αῖος, ελνστ. Ῥωμ-αῖος· αρχ. -αία < -αῖ(ος) θηλ. ]

-αίος -αία -αίο [éos] : επίθημα με λόγια προέλευση επιθέτων παράγωγων συνήθ. από ουσιαστικά· (πρβ. -ιαίος -ιαία -ιαίο)· συνήθ. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη και σημαίνει: α. τόπο: (άκρη) ακραίος, (γωνία) γωνιαίος, (λίμνη) λιμναίος, (πρύμνη) πρυμναίος. β. τρόπο: (πηγή) πηγαίος.

[λόγ. < αρχ. μετουσ. και σπάν. μετεπιθ. ή μετεπιρρ. επίθημα επιθέτων -αῖος που δήλωνε πως το παράγωγο έχει σχέση, ανήκει, ή προέρχεται απ΄ αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λ.: αρχ. ἀγορ-αῖος (< ἀγορ-ά) `που προστατεύει τη συγκέντρωση, που ανήκει στην αγορά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες