Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ίτιδα [ítiδa] : επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει φλεγμονή ή ασθένεια στην περιοχή που δίνει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ίτης 3): (αμυγδαλές) αμυγδαλίτιδα, (κόλπος) κολπίτιδα, (λάρυγγας) λαρυγγίτιδα, (φάρυγγας) φαρυγγίτιδα, (φλέβα) φλεβίτιδα.
[λόγ. -ίτις, μεταπλ. -ίτιδα < αρχ. μετουσ. επίθημα θηλ. ουσιαστικοπ. επιθ. (ενν.: νόσος) -ῖτις, δηλωτικό πάθησης: αρχ. ἀρθρ-ῖτις (< ἄρθρ-ον), πλευρ-ῖτις (< πλευρ-ά) & νλατ. -itis ως δηλωτικό ασθενειών < λατ. -itis < αρχ. -ῖτις: ηπατ-ίτιδα < νλατ. hepatitis (στη νέα σημ.) < αρχ. ἡπατ-ῖτις `του συκωτιού΄, βρογχ-ίτιδα < νλατ. bronchitis (< αρχ. βρόγχ-οι) αμυγδαλ-ίτιδα < γαλλ. amygdalite (< λατ. amygdala < αρχ. ἀμυγδάλ-η `αμύγδαλο΄) & σε μτφρδ. σκωληκοειδ-ίτιδα (δες λ.) < γαλλ. appendicite & σπάν. αντί του νλατ. -ia (στην ίδια λειτουργία) > -ίτις: διφθερ-ίτιδα < νλατ. diphtheria]