Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -άκης [ákis] : επίθημα: 1. υποκοριστικών αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων κυρίως από αρσενικά βαφτιστικά ονόματα: (Γιώργος) Γιωργάκης, (Παύλος) Παυλάκης. || κάποτε και με μειωτική σημασία μέσα σε ανάλογο γλωσσικό περιβάλλον: (κόσμος) κοσμάκης. 2. οικογενειακών ονομάτων.
[μσν.(;) -άκης < υποκορ. -άκ(ι) με προσθήκη της κατάλ. αρσ. -ης]