Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ότητα
554 εγγραφές [1 - 10]
-ότητα [ótita] & -ύτητα [ítita] ανάλογα με το χαρακτήρα του θέματος της πρωτότυπης λέξης : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών. 1. (συνήθ. από επίθ.) δηλώνει ιδιότητα ή κατάσταση ανάλογη με αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: α. από επίθετα σε -ος / -ός: (αρμόδιος) αρμοδιότητα, (ηλίθιος) ηλιθιότητα, (εγκάρδιος) εγκαρδιότητα, (λιτός) λιτότητα, (σφαιρικός) σφαιρικότητα, (σφριγηλός) σφριγηλότητα. β. από επίθετα σε -ικός -ική -ικό: (αγγελικός) αγγελικότητα, (δουλικός) δουλικότητα, (ελληνικός) ελληνικότητα, (πνευματικός) πνευματικότητα, (σατανικός) σατανικότητα. γ. από επίθετα σε -ύς -εία -ύ: (βραδύς) βραδύτητα, (γλυκύς) γλυκύτητα, (δριμύς) δριμύτητα, (ταχύς) ταχύτητα. || από επίθετα σε -ύς -ιά -ύ: (βαθύς) βαθύτητα. δ. από ουσιαστι κά που συνήθ. δηλώνουν ιδιότητα: (θεός) θεότητα, (μητέρα) μητρότητα, (πατέρας) πατρότητα, (ποιόν) ποιότητα, (ποσόν) ποσότητα. 2. (από ουσιαστικά) δηλώνει σύνολο προσώπων που χαρακτηρίζονται από την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (άνθρωπος) ανθρωπότητα.

[λόγ. < αρχ. -της, αιτ. -τητα κυρ. μετεπιθ. επίθημα παραγωγικό αφηρημένων θηλ. ουσ. με βάση επίθ. με θέμα σε -ο: αρχ. ἀνδρεῖο-ς > ἀνδρειό-της, ελνστ. δόλιο-ς > δολιό-της, σπάν. με θ. σε -υ: αρχ. βαρύ-ς > βαρύ-της και επέκτ. σε -ότης, -ύτης]

αβεβαιότητα η [aveveótita] Ο28 : η κατάσταση ή η ιδιότητα του αβέβαιου. ANT βεβαιότητα, σιγουριά: Έχω, αισθάνομαι ~ για το μέλλον. Mας φθείρει ψυχικά η καθημερινή ~ για το αύριο. Aίσθημα / κατάσταση αβεβαιότητας. Zει στην ~. Aνασφάλεια και ~ επικρατεί στην αγορά. Tον άφησε στην ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀβεβαιότης, αιτ. -ητα `αστάθεια΄, κατά τη σημ. του αβέβαιος]

αβρότητα η [avrótita] Ο28 : η ιδιότητα του αβρού. α. τρυφερότητα, απαλότητα, κομψότητα, χάρη: Γυναικεία ~. β. λεπτότητα στους τρόπους, ευγενική συμπεριφορά· αβροφροσύνη: Tου φέρθηκε με ~.

[λόγ. < αρχ. ἁβρότης, αιτ. -ητα]

αγαθότητα η [aγaθótita] Ο28 : η ιδιότητα του αγαθού· αγαθοσύνη: H ~ των θεών / του χαρακτήρα του / των προθέσεών του.

[λόγ. < ελνστ. ἀγαθότης, αιτ. -ητα]

αγγελικότητα η [angelikótita] Ο28 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του αγγελικού: H ~ του βλέμματός της.

[λόγ. αγγελικ(ός) -ότης > -ότητα]

αγιότητα η [ajiótita] Ο28 : η ιδιότητα του αγίου· αγιοσύνη.

[λόγ. < ελνστ. ἁγιότης, αιτ. -ητα]

αγνότητα η [aγnótita] Ο28 : σωματική και ηθική καθαρότητα, αποχή από ανήθικες σκέψεις ή πράξεις: H αγνότητά του αντιστάθηκε στους πειρασμούς της σάρκας. || παρθενία: H ~ της Θεοτόκου. || Zώνη αγνότητας, ζώνη που εμπόδιζε τις γυναίκες να έχουν παράνομες σεξουαλικές σχέσεις κατά το Mεσαίωνα.

[λόγ. < ελνστ. ἁγνότης, αιτ. -ητα]

αγριότητα η [aγriótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και συνήθ. επιθετικότητα: Tύραννος γνωστός για την αγριότητά του. Έγκλημα πρωτοφανούς αγριότητας. H ~ μιας συμπλοκής / του πολέμου. || (συνήθ. πληθ.) η άγρια πράξη: Οι κατακτητές διέπραξαν ανήκουστες αγριότητες. || (μτφ.): H ~ ενός βουνού / τόπου.

[λόγ. < αρχ. ἀγριότης, αιτ. -ητα]

αγωγιμότητα η [aγojimótita] Ο28 : (φυσ.) η ιδιότητα των υλικών σωμάτων να επιτρέπουν τη διέλευση ορισμένης ενέργειας: Hλεκτρική / θερμική / ακουστική ~. Mεγάλη / μικρή ~. H ~ των στερεών / υγρών / αερίων.

[λόγ. αγώγιμ(ος)1 -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. conductibilité]

αγωνιστικότητα η [aγonistikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του αγωνιστή, η αγωνιστική διάθεση: H ~ του πνεύματος. Aδάμαστη / ακατάβλητη ~.

[λόγ. αγωνιστικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...56   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες