Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρβανιτοχώρι το [arvanitoxóri] Ο44 : χωριό που κατοικείται από Aρβανίτες.
[Aρβανίτ(ης) -ο- + χωρ(ιό) -ι]
- βλαχοχώρι το [vlaxoxóri] Ο44 : χωριό Bλάχων.
[βλαχο- + χωρ(ιό) -ι]
- κατσικοχώρι το [katsikoxóri] Ο44 : (οικ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ορεινού και εξαιρετικά δύσβατου χωριού.
[κατσίκ(α) -ο- + χωρ(ιό) -ι]
- κεφαλοχώρι το [kefaloxóri] Ο44 : μεγάλο χωριό, συνήθ. το μεγαλύτερο χωριό σε μια ευρύτερη περιοχή.
[κεφαλο- + χωρ(ιό) -ι]
- μεσοχώρι το [mesoxóri] & μισοχώρι το [misoxóri] Ο44 : (λαϊκότρ.) το κέντρο του χωριού.
[μεσο- 1, μισο- 1 + χωρ(ιό) -ι]
- σκορποχώρι το [skorpoxóri] Ο44 : (προφ.) για οργανωμένη ομάδα ανθρώπων ή ζώων που διαλύθηκαν εντελώς, που διασκορπίστηκαν: H οικογένειά μας έγινε ~. Tο κόμμα έγινε ~.
[σκόρπ(ιος) -ο- + χωρ(ιό) -ι]