Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειρο- [
iro] & χειρό- [ iró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χειρ- [ ir], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το λόγιο ουσ. χείρα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. κινείται, λειτουργεί με το χέρι, το χειρίζεται κανείς με το χέρι: χειραντλία, ~μάχαιρο, ~πρίονο, ~ψάλιδο, χειρόφρενο· ~κίνητος. ANT μηχανο-I1. 2. γίνεται, είναι φτιαγμένο με τα χέρια: χειρόγραφο, ~τέχνημα· ~ποίητος. || γίνεται με τα χέρια: ~κροτώ· ~κρότημα, ~σφίξιμο. 3. προορίζεται για τα χέρια: ~βομβίδα, ~λαβή. 4. (ιατρ.) χειράγρα, χειρακάνθιο. 5. σε ορισμένες λέξεις εναλλάσσεται με το χερο-: ~δύναμος και χεροδύναμος, ~πόδαρα και χεροπόδαρα. [1-4: λόγ. < αρχ. χειρο- θ. της λ. χείρ (> χέρι) ως α' συνθ.: αρχ. χειρο-νομῶ, χειρο-τέχνης, ελνστ. χειρό-γραφον & μτφρδ.: χειρό-φρενο < γαλλ. frein à main ή γερμ. Handbremse· 5: λόγ. επίδρ. στο λαϊκό χερο-]