Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %τωρ
6 εγγραφές [1 - 6]
βασιλομήτωρ η [vasilomítor] Ο γεν. βασιλομήτορος : (λόγ.) η μητέρα του βασιλιά.

[λόγ. βασιλο- 1 + αρχ. -μήτωρ (θ. του ουσ. μήτηρ δες στο μητέρα) κατά το Θεομήτωρ μτφρδ. αγγλ. queen mother]

διδάκτωρ ο [δiδáktor] θηλ. διδάκτωρ [δiδáktor] Ο : (λόγ.) διδάκτορας: Aναγορεύτηκε ~ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.

[λόγ. διδακ- (διδάσκω) -τωρ (δες στο -τορας) μτφρδ. γαλλ. docteur & γερμ. Doktor < λατ. doctor· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

δόκτωρ ο [δóktor] Ο : (λόγ.) δόκτορας.

[λόγ. < γερμ. Doktor]

Θεομήτωρ η [θeomítor] Ο γεν. Θεομήτορος, αιτ. Θεομήτορα : ονομασία της Παναγίας ως μητέρας του Θεανθρώπου, δηλαδή του Xριστού.

[λόγ. < μσν. Θεομήτωρ (στη νέα σημ.) < ελνστ. θεομήτωρ `μητέρα θεού΄, (για την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Mεγάλου Aλεξάνδρου)]

Nέστωρ ο [néstor] Ο γεν. Nέστορα : 1.ομηρικός βασιλιάς της Πύλου, ο γηραιότερος και σοφότερος από τους αρχηγούς που πήραν μέρος στον Tρωικό Πόλεμο. 2. (μτφ.) ο πιο ηλικιωμένος και πιο συνετός μέσα σε μια κοινότητα, σε ένα σύνολο ατόμων: Είναι ο ~ της πολιτικής.

[λόγ. < αρχ. Νέστωρ]

πανδαμάτωρ ο [panδamátor] Ο γεν. πανδαμάτορος, αιτ. πανδαμάτορα : (λόγ.) για το χρόνο, που με το πέρασμά του μας κάνει να ξεχνάμε τα θλιβερά γεγονότα της ζωής μας: Πληγές που δεν τις επούλωσε ο χρόνος κι ας τον λένε πανδαμάτορα. || (σπανιότ.) ο χρόνος που φθείρει τα πάντα.

[λόγ. < αρχ. πανδαμάτωρ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες