Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άπατρις ο [ápatris] Ο γεν. απάτριδος, πληθ. απάτριδες, γεν. απάτριδων : (λόγ.) που δεν έχει πατρίδα, συνήθ. ως χαρακτηρισμός του ανθρώπου που δρα αντίθετα στα συμφέροντα της πατρίδας του.
[λόγ. < μσν. άπατρις < α- 1 πατρ(ίς) -ις]
- αρνησίπατρις ο [arnisípatris] Ο πληθ. αρνησιπάτριδες : (λόγ.) αυτός που απαρνείται και με επέκταση που προδίδει την πατρίδα του ή που αλλάζει εθνικότητα.
[λόγ. αρνησι- + -πατρις κατά το φιλόπατρις]
- ντεκορατρίς η [dekoratrís] Ο (άκλ.) : διακοσμήτρια.
[λόγ. < γαλλ. déco ratrice]
- οτομοτρίς το [otomotrís] Ο (άκλ.) : η αυτοκινητάμαξα.
[λόγ. < γαλλ. auto motrice]
- πατρίς η [patrís] Ο : (λόγ.) πατρίδα, κυρίως στις εκφράσεις όπου γης* και ~. πατρίδα / ~, θρησκεία, οικογένεια*.
[λόγ. < αρχ. πατρίς]
- τρις [trís] επίρρ. : (λόγ.) τρεις φορές.
[λόγ. < αρχ. τρίς]
- τρις το [trís] Ο (άκλ.) : (με απόλ. αριθμτ.) συντετμημένος τύπος της λέξης τρισεκατομμύριο: Ο προϋπολογισμός ανέρχεται σε δέκα ~.
[σύντμ. του τρισ(εκατομμύριο) κατά το ουσ. δις]
- φιλόπατρις ο [filópatris] Ο γεν. φιλοπάτριδος, πληθ. φιλοπάτριδες, γεν. φιλοπάτριδων : (λόγ.) αυτός που αγαπάει την πατρίδα, τη χώρα του· πατριώτης: Σ΄ όλη του τη ζωή υπήρξε φλογερός ~.
[λόγ. < ελνστ. φιλόπατρις]