Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ρροια [ria] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη μη φυσιολογική ή υπερβολική ροή αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: πυό~, γαλακτό~, σπερματό~, σμηγματό~. || για τη φυσιολογική έμμηνη ρύση: εμμηνό~.
[λόγ. < αρχ. -ρροια (θ. συγγ. του ρ. ῥέω) ως β' συνθ.: αρχ. αἱμό-ρροια `ροή αίματος΄, ελνστ. γονό-ρροια & νλατ. -rrhoea < αρχ. -ρροια: γαλακτό-ρροια < νλατ. galactorrhoea]
- αμηνόρροια η [aminória] Ο27 : (ιατρ.) παθολογική έλλειψη ή διακοπή της εμμηνόροιας.
[λόγ. < γαλλ. aménorrhée < a- = α- 1 + ménorrhée (δες στο εμμηνόρροια)]
- ανθόρροια η [anθória] Ο27 : η ανθοβολία.
[λόγ. ανθο- + -ρροια κατά το ελνστ. φυλλόρροια `πέσιμο των φύλλων΄]
- απόρροια η [apória] Ο27 : το αποτέλεσμα του απορρέω, κατάσταση που θεωρείται φυσικό επακόλουθο κάποιας άλλης: H σημερινή οικονομική κρίση είναι ~ λανθασμένων εκτιμήσεων και επιλογών. Tα συμπεράσματά του είναι ~ της στοχαστικής του σκέψης.
[λόγ. < αρχ. ἀπόρροια `ροή υγρού, κτ. που προέρχεται από΄]
- βλεννόρροια η [vlenória] Ο27 : οξύ και μολυσματικό αφροδίσιο νόσημα που συνίσταται σε φλεγμονή της ουρήθρας και πυώδη έκκριση.
[λόγ. < γαλλ. blennorrhée < αρχ. βλένν(α) -ο- + -rrhée = -ρροια]
- γαλακτόρροια η [γalaktória] Ο27 : (ιατρ.) αυτόματη εκροή γάλακτος από τους μαστούς γυναίκας ή θηλαστικού ζώου.
[λόγ. < νλατ. galactorrhoea < galacto- = γαλακτο- + -rrhoea = -ρροια]
- γονόρροια η [γonória] Ο27 : (ιατρ.) η βλενόρροια.
[λόγ. < ελνστ. γονόρροια]
- διάρροια η [δiária] Ο27 : (ιατρ.) εντερική ανωμαλία που εκδηλώνεται με συχνές υδαρείς κενώσεις· ευκοιλιότητα: Έπαθε / έχει κάποιος ~.
[λόγ. < αρχ. διάρροια]
- δυσμηνόρροια η [δizminória] Ο27 : (ιατρ.) ακανόνιστη και επώδυνη εμμηνόρροια.
[λόγ. < γαλλ. dysménorrhée < dys- = δυσ- + ménorrhée < αρχ. μηνο- (μήν) + -rrhée = -ρροια (πρβ. έμμηνα)]
- εμμηνόρροια η [eminória] Ο27 : (ιατρ.) το φυσιολογικό φαινόμενο της περιοδικής εκροής από τον κόλπο της γυναίκας αίματος, εκκρίσεων και κατεστραμμένου βλεννογόνου της μήτρας· εμμηνορρυσία, έμμηνη ροή, έμμηνη ρύση, περίοδος, έμμηνα.
[λόγ. έμμην(α) -ο- + -ρροια μτφρδ. νλατ. menorrhea < αρχ. μηνο- (μήν) + -rrhea = -ρροια]