Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ρραγία [rajía] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με την αιμορραγία στο όργανο ή στο μέρος του σώματος που υπάρχει ως α' συνθετικό: γαστρο~, ηπατο~, θηλο~, μητρο~, πνευμονο~, σπληνο~.
[λόγ. < αρχ. -ρραγία (θ. συγγ. του ρ. ῥήγνυμι `κομματιάζω΄) ως β' συνθ.: αρχ. αἱμο-ρραγία & γαλλ. -rragie < αρχ. -ρραγία: γαστρο-ρραγία < γαλλ. gastrorragie]
- αιμορραγία η [emorajía] Ο25 : 1.ροή αίματος έξω από το κυκλοφορικό σύστημα: ~ από τη μύτη / το στόμα. || (ιατρ.): Εσωτερική / τραυματική / εγκεφαλική ~. Aρτηριακή / φλεβική ~. Aκατάσχετη ~. || απώλεια αίματος: Πέθανε από ~. 2. (μτφ.) πολύ μεγάλη απώλεια: ~ κεφαλαίων / εργατικών χειρών / επιστημόνων, λόγω απομάκρυνσής τους σε άλλη χώρα. Οικονομική ~, μεγάλες δαπάνες: Ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών προκαλεί μόνιμη οικονομική ~.
[λόγ.: 1: αρχ. αἱμορραγία· 2: σημδ. γαλλ. hémorragie (< αρχ. αἱμορραγία)]
- γαστρορραγία η [γastrorajía] Ο25 : (ιατρ.) αιμορραγία του στομάχου που οφείλεται σε ρήξη αγγείου.
[λόγ. < γαλλ. gastrorragie < gastro- = γαστρο- + -rragie = -ρραγία]
- εμμηνορραγία η [eminorajía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική αύξηση της ποσότητας του αίματος που αποβάλλεται κατά την εμμηνόρροια.
[λόγ. έμμην(α) -ο- + -ρραγία μτφρδ. γαλλ. ménorragie < méno- < αρχ. μηνο- (μήν) + -rragie = -ρραγία]
- ηπατορραγία η [ipatorajía] Ο25 : (ιατρ.) αιμορραγία στο ήπαρ.
[λόγ. < γαλλ. hépatorragie < hépato- = ηπατο- + -rragie = -ρραγία]
- μητρορραγία η [mitrorajía] Ο25 : αιμορραγία της μήτρας.
[λόγ. < γαλλ. métrorragie < métro- = μητρο- 2 + -rragie = -ρραγία]
- πνευμονορραγία η [pnevmonorajía] Ο25 : (ιατρ.) η αιμορραγία των πνευμόνων.
[λόγ. < γαλλ. pneumorragie < pneumo- = πνευμο(νο)- + -rragie = -ρραγία]
- ρινορραγία η [rinorajía] Ο25 : (ιατρ.) αιμορραγία της μύτης.
[λόγ. < νλατ. rhinorragia < rhino- = ρινο- + -rragia = -ρραγία]
- ωτορραγία η [otorajía] Ο25 : (ιατρ.) αιμορραγία από τον έξω ακουστικό πόρο του αυτιού που μπορεί να οφείλεται σε τραυματισμό ή σε παθολογικά αίτια.
[λόγ. < γαλλ. otorragie < oto- = ωτο- + -rragie = -ρραγία]