Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %πνευμονο*
15 εγγραφές [1 - 10]
πνευμοθώρακας ο [pnevmoθórakas] & πνευμονοθώρακας ο [pnevmo noθórakas] Ο5 : (ιατρ.) η μη φυσιολογική ύπαρξη αέρα στην κοιλότητα του υπεζωκότα. || Tεχνητός ~, η εισαγωγή αέρα στην κοιλότητα του υπεζωκότα για θεραπευτικούς σκοπούς. Aυτόματος ~, η είσοδος αέρα στην κοιλότητα του υπεζωκότα συνήθ. λόγω διάτρησης της επιφάνειας του πνεύμονα (από ασθένεια, τραυματισμό, βλάβη).

[λόγ. < νλατ. pneumo thorax < pneumo- = πνευμο- + αρχ. θώραξ, αιτ. -ακα]

πνευμονο- [pnevmono] & πνευμονό- [pnevmonó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & πνευμον- [pnevmon] όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό παρατηρείται στους πνεύμονες ή αφορά τους πνεύμονες: ~κήλη, πνευμονεκτομή, πνευμονόκοκκος, ~πλευρίτιδα, ~ρραγία, ~τομία· εναλλάσσεται με το πνευμο-: ~γράφος, ~θώρακας (και πνευματοθώρακας).

[λόγ. < νλατ. pneumon(o)- < αρχ. πνεύμων ως α' συνθ.: πνευμον-εκτομή < νλατ. pneumonectomia]

πνευμονογράφημα το [pnevmonoγráfima] Ο49 : (ιατρ.) το διάγραμμα που παριστάνει τις διακυμάνσεις της αναπνοής.

[λόγ. πνευμονο(γράφησις) -γράφημα]

πνευμονογράφηση η [pnevmonoγráfisi] Ο33 : (ιατρ.) η γραφική απεικόνιση των αναπνευστικών κινήσεων.

[λόγ. πνευμονο(γραφία) -γρά φη(σις) -ση < γαλλ. pneumographie < pneumo- = πνευμο(νο)- + -graphie = -γραφία]

πνευμονογράφος ο [pnevmonoγráfos] Ο18 : (ιατρ.) ειδικό μηχάνημα που καταγράφει τις αναπνευστικές κινήσεις.

[λόγ. < γαλλ. pneumographe < pneumo- = πνευμο(νο)- + -graphe = -γράφος]

πνευμονόκοκκος ο [pnevmonókokos] Ο20α : (ιατρ.) μικρόβιο των αναπνευστικών οργάνων.

[λόγ. < γαλλ. pneumocoque < pneumo- = πνευ μο(νο)- + αρχ. κόκκος]

πνευμονοκονίαση η [pnevmonokoníasi] Ο33 : (ιατρ.) ονομασία διάφορων πνευμονικών παθήσεων, που οφείλονται στη μακρόχρονη εισπνοή σκόνης και αιωρούμενων στον αέρα σωματιδίων, που επικάθονται στους πνεύμονες.

[λόγ. < αγγλ. pneumonoconiosis < penumono- = πνευμονο- + αρχ. κόν(ις) `σκόνη΄ (δες λ.) + -iosis = -ία(σις) -ση]

πνευμονολιθίαση η [pnevmonoliθíasi] Ο33 : (ιατρ.) πάθηση που οφείλεται στο σχηματισμό πνευμονόλιθων.

[λόγ. < γαλλ. pneumonolithiase < pneumono- = πνευμονο- + lithiase = λιθίαση]

πνευμονόλιθος ο [pnevmonóliθos] Ο20α : (ιατρ.) λίθος που σχηματίζεται στους πνεύμονες.

[λόγ. < γαλλ. pneumonolithe < pneumono- = πνευμονο- + lithe < αρχ. λίθος]

πνευμονολογία η [pnevmonolojía] Ο25 : ιατρική ειδικότητα που μελετάει τους πνεύμονες, τις παθολογικές αλλοιώσεις τους και τη θεραπεία των παθήσεών τους.

[λόγ. < γαλλ. pneumologie < pneumo- = πνευμο(νο)- + -logie = -λογία]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες