Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
36 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -πάθεια [páθia] : β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· εκφράζει: 1. την ιδιότητα η οποία χαρακτηρίζει το άτομο που δηλώνει το αντίστοιχο επίθετο σε -παθής: μετριο~, ηττο~, μυστικο~. || τηλε~. 2. (ιατρ.) πάθηση (συχνά ανίατη) ή σύνολο παθήσεων σχετικών με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αδενο~, δερματο~, δισκο~, καρδιο~.
[λόγ.: 1: αρχ. -πάθεια θ. του ουσ. πάθ(ος) -εια ως β' συνθ.: αρχ. (παράγω γο) ἀ-πάθεια, ελνστ. μετριο-πάθεια `συγκράτηση των παθών΄· 2: διεθ. -pathia < αρχ. -πάθεια: τηλε-πάθεια < αγγλ. telepathy, νευρο-πάθεια < γαλλ. névropathie]
- αγγειοπάθεια η [angiopáθia] Ο27 : (ιατρ.) πάθηση των αγγείων του σώματος.
[λόγ. αγγειο- 2 + -πάθεια]
- αδενοπάθεια η [aδenopáθia] Ο27 : (ιατρ.) γενική ονομασία διάφορων παθήσεων των αδένων της τραχείας και των πνευμόνων.
[λόγ. < γαλλ. adé nopathie < adéno- = αδενο- + -pathie = -πάθεια]
- αλληλοπάθεια η [alilopáθia] Ο27 : (γραμμ.) κοινή ενέργεια δύο ή περισσότερων υποκειμένων, η οποία από το ένα από αυτά μεταβαίνει στο άλλο και αντίστροφα και η οποία εκφράζεται κυρίως με αλληλοπαθή ρήματα και αλληλοπαθείς αντωνυμίες.
[λόγ. < ελνστ. ἀλληλοπάθεια `αμοιβαία αστρολογική επίδραση΄]
- αναξιοπάθεια η [anaksiopáθia] Ο27 : η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο αναξιοπαθής.
[λόγ. < αρχ. ἀναξιοπάθεια `αγανάκτηση για κακή μεταχείριση΄ σημδ. γαλλ. souffrance imméritée]
- αντιπάθεια η [andipáθia] Ο27 : συναίσθημα που χαρακτηρίζεται από κακή διάθεση για κπ. ή κτ., η οποία όμως δε φτάνει ως την εχθρότητα. ANT συμπάθεια: Aισθάνομαι / νιώθω ~ για κπ. / για το ψέμα / για την υποκρισία. Προκαλώ / κινώ την ~ των άλλων με την κακή μου συμπεριφορά. Yπάρχει μεταξύ τους έντονη ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπάθεια, αρχ. σημ.: `το να πάσχεις αντίστοιχα΄]
- απάθεια η [apáθia] Ο27 : η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον απαθή· αδιαφορία, έλλειψη συγκίνησης ή αντίδρασης μπροστά σ΄ ένα γεγονός ή σε μια κατάσταση: Bλέπω / ακούω με ~. ~ που την έχει! Tίποτε δεν μπορούσε να ταράξει την απάθειά του.
[λόγ. < αρχ. ἀπάθεια]
- αρτηριοπάθεια η [artiriopáθia] Ο27 : (ιατρ.) πάθηση αρτηρίας.
[λόγ. < διεθ. arterio- < αρχ. ἀρτηρί(α) -ο- + -pathy = -πάθεια]
- αυτοπάθεια η [aftopáθia] Ο27 : (γραμμ.) η ιδιότητα ορισμένων λέξεων (κυρίως αντωνυμιών και ρημάτων) να δηλώνουν ότι η ενέργεια ενός υποκειμένου επιστρέφει σε αυτό το ίδιο: H ~ μπορεί να δηλώνεται από ρήματα ενεργητικής ή παθητικής φωνής, π.χ. λιώνω, χάνομαι.
[λόγ. < ελνστ. αὐτοπάθεια]
- δερματοπάθεια η [δermatopáθia] Ο27 : γενική ονομασία για κάθε είδους δερματική πάθηση.
[λόγ. < νλατ. dermatopathia < dermato- = δερματο- + -pathia = -πάθεια]