Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %οντούτης%
6 εγγραφές [1 - 6]
εβδομηκοντούτης ο [evδomikondútis] θηλ. εβδομηκοντούτις [evδomi kondútis] Ο : (λόγ.) για πρόσωπο που έχει ηλικία εβδομήντα ετών. || (συνήθ. ως επίθ.) εβδομηκονταετής· εβδομηντάχρονος.

[λόγ. < ελνστ. ἑβδομηκοντούτης· λόγ. < ελνστ. ἑβδομηκοντοῦτις]

εκατοντούτης ο [ekatondútis] θηλ. εκατοντούτις [ekatondútis] Ο : (λόγ.) για πρόσωπο που έχει ηλικία εκατό ετών. || (συνήθ. ως επίθ.) εκατονταετής, εκατοντάχρονος.

[λόγ. < ελνστ. ἑκατοντούτης· λόγ. < ελνστ. ἑκατοντοῦτις]

ενενηκοντούτης ο [enenikondútis] θηλ. ενενηκοντούτις [enenikondútis] Ο : (λόγ.) για πρόσωπο που έχει ηλικία ενενήντα ετών. || (συνήθ. ως επίθ.) ενενηντάχρονος, ενενηκονταετής: ~ γέρος.

[λόγ. < ελνστ. ἐνενηκοντούτης· λόγ. ενενηκοντούτ(ης) -ις]

εξηκοντούτης ο [eksikondútis] θηλ. εξηκοντούτις [eksikondútis] Ο : (λόγ.) για πρόσωπο που έχει ηλικία εξήντα ετών. || (συνήθ. ως επίθ.) εξηντάχρονος, εξηκονταετής: ~ γέρος.

[λόγ. < αρχ. ἑξηκοντούτης· λόγ. εξηκοντούτ(ης) -ις]

ογδοηκοντούτης ο [oγδoikondútis] θηλ. ογδοηκοντούτις [oγδoikondú tis] Ο : (λόγ.) για πρόσωπο που έχει ηλικία ογδόντα ετών. || (συνήθ. ως επίθ.) ογδοηκονταετής, ογδοντάχρονος.

[λόγ. < ελνστ. ὀγδοηκοντούτης· λόγ. < ελνστ. ὀγδοηκοντοῦτις]

πεντηκοντούτης ο [pendikondútis] Ο (λόγ.) : για άντρα που έχει ηλικία πενήντα ετών. || (συνήθ. ως επίθ.) πενηντάχρονος, πεντηκονταετής.

[λόγ. < αρχ.. πεντηκοντούτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες