Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %μηχανο-*
1 εγγραφή
μηχανο- [mixano] & μηχανό- [mixanó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μηχαν- [mixan], ιδίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά και επίθετα. I1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. κινείται με τη βοήθεια μηχανικού μέσου, μηχανής: ~κάικο, ~τρύπανο, ~ψάλιδο· ~κίνητος, ~ποίητος, ANT χειρο-1· ~ποίηση, ~ποιία. β. γίνεται με τη βοήθεια μηχανικού μέσου, βασίζεται στη χρήση μηχανών: ~θεραπεία· (οικον.) μηχανοργάνωση. γ. είναι κατάλληλο ή προορίζεται για τις μηχανές: μηχανέλαιο, μηχανόλαδο, ~στάσιο. δ. είναι πρόσωπο με ειδικές γνώσεις ή ειδικευμένο στην κατασκευή και τη λειτουργία μηχανών: ~λόγος, μηχανουργός· μηχανοδηγός, ~τεχνίτης. II. με αναφορά στη μηχανήI3, στο μηχανάκι1, στη μοτοσικλέτα: μηχανόβιος. III. με αναφορά στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή: ~γράφος· ~γράφηση, ~γραφία, μηχανοργάνωση. IV. (επιστ.) με αναφορά στην επικράτηση των νόμων της μηχανικής· (πρβ. τεχνο-): ~κρατία· ~κράτης. V. με αναφορά στη μηχανήII2, στο τέχνασμα, στην απάτη: ~ρράφος, ~ρραφία.

[λόγ. θ. της λ. μηχαν(ή) -ο- & γαλλ. mécano- < θ. του αρχ. ουσ. μηχαν(ή) -ο- ως α' συνθ.: μηχανο-γραφία, μηχανο-θεραπεία < γαλλ. mécanographie, mécanothéra pie & μηχανο-λόγος απόδ. αγγλ. mechanical engineer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες