Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %μάλλης%
11 εγγραφές [1 - 10]
-μάλλης -α -ικο [mális] : β' συνθετικό σύνθετων κτητικών επιθέτων· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει μαλλιά με το χρώμα, το μήκος ή γενικά με τα χαρακτηριστικά που εκφράζει το α' συνθετικό: κοκκινο~, ασπρο~, γκριζο~, κατσαρο~, μακρυ~, ξανθο~, σγουρο~.

[θ. της λ. μαλλ(ί), μαλλ(ιά) -ης ως β' συνθ.]

ασπρομάλλης -α -ικο [aspromális] Ε9 : που έχει άσπρα μαλλιά: Ένας ~ γέρος. || (ως ουσ.) ο ασπρομάλλης: Οι ασπρομάλληδες φαίνονται μεγαλύτεροι στην ηλικία από όσο είναι.

[ασπρο- + -μάλλης]

γκριζομάλλης -α -ικο [grizomális] Ε9 : που έχει γκρίζα μαλλιά: ~ κύριος. || (ως ουσ.).

[γκρίζ(ος) -ο- + -μάλλης]

καστανομάλλης -α -ικο [kastanomális] Ε9 θηλ. και καστανομαλλούσα [kastanomalúsa] Ο25α : που έχει καστανά μαλλιά. || (ως ουσ.): Προτιμάει τις καστανομάλλες.

[κασταν(ός) -ο- + -μάλλης· καστανομάλλ(ης) -ούσα]

κατσαρομάλλης -α -ικο [katsaromális] Ε9 : που έχει κατσαρά μαλλιά. || (ως ουσ.): Ήρθε ένας ~ και σε ζήτησε.

[κατσαρ(ός) -ο- + -μάλλης]

κοκκινομάλλης ο [kokinomális] Ο11 θηλ. κοκκινομάλλα [kokinomála] & κοκκινομαλλούσα [kokinomalúsa] Ο25α : αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά.

[κοκκινο- + -μάλλης· κοκκινομάλλ(ης) -α· κοκκινομάλλ(α) -ούσα]

μακρυμάλλης -α -ικο [makrimális] Ε9 : που έχει μακριά μαλλιά. || (ως ουσ.): Ήρθε ένας ~ και σε ζήτησε.

[μακρυ- + -μάλλης]

μαυρομάλλης -α -ικο [mavromális] Ε9 θηλ. (λαϊκότρ.) μαυρομαλλούσα [mavromalúsa] Ε (βλ. Ο25α) & μαυρομαλλού [mavromalú] Ε (βλ. Ο37) : που έχει μαύρα μαλλιά. || (ως ουσ.).

[μαυρο- + -μάλλης· μαυρομάλλ(ης) -ούσα, -ού]

ξανθομάλλης -α -ικο [ksanθomális] Ε9 θηλ. (λαϊκότρ.) ξανθομαλλούσα [ksanθomalúsa] Ε (βλ. Ο25α) & (λογοτ.) ξανθομαλλού [ksanθomalú] Ε (βλ. Ο37) : που έχει ξανθά μαλλιά. || (ως ουσ.).

[ξανθο- + -μάλλης· ξανθο μάλλ(ης) -ούσα, -ού]

σγουρομάλλης -α -ικο [zγuromális] Ε9 : που έχει σγουρά μαλλιά. || (ως ουσ.).

[σγουρ(ός) -ο- + -μάλλης]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες