Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %λόγος
147 εγγραφές [1 - 10]
-λόγος 1 [lóγos] θηλ. -λόγος [lóγos] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. πρόσωπο που λέει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αισχρο~, ευφυο~, καυχησιο~, χυδαιο~. 2. γιατρό, επιστήμονα ή γενικότε ρα πρόσωπο με ειδικές σπουδές ή ειδικευμένο στον τομέα που συνεπάγεται το α' συνθετικό: αγγειο~, γυναικο~, καρδιο~, μικροβιο~, πνευμονο~· αρχαιο~, αιγυπτιο~, παπυρο~, συνταγματο~· ηλεκτρο~, μηχα νο~.

[λόγ. < αρχ. -λόγος (θ. συγγ. του λέγω) ως β' συνθ.: αρχ. θεο-λόγος, κακο-λόγος, χρησμο-λόγος, ελνστ. ἀκριβο-λόγος & διεθ. -log-, (ιδ.) γαλλ. -logue, -logiste: ανθρωπο-λόγος < γαλλ. anthropologue, παθο-λόγος < γαλλ. pathologiste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αγγειολόγος ο [angiolóγos] Ο18 θηλ. αγγειολόγος [angiolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικός στις παθήσεις των αιμοφόρων αγγείων.

[λόγ. αγγειο(λογία) 2 -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αιγυπτιολόγος ο [ejiptiolóγos] Ο18 θηλ. αιγυπτιολόγος [ejiptiolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την αιγυπτιολογία: Ένας σοφός ~ διάβασε τα ιερογλυφικά.

[λόγ. < γαλλ. égyptologue < égypto(logie) = αιγυπτιο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αιματολόγος ο [ematolóγos] Ο18 θηλ. αιματολόγος [ematolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικός στην αιματολογία: Ειδικός ~.

[λόγ. < γαλλ. hématologue < hémato(logie) = αιματο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ακριβολόγος -ος / -α -ο [akrivolóγos] Ε14 : που μιλάει με ακρίβεια και σαφήνεια, που ακριβολογεί: Aς αφήσουμε τα υπονοούμενα και τις περιστροφές και ας γίνουμε περισσότερο ακριβολόγοι. || (ως ουσ.).

[λόγ. < ελνστ. ἀκριβολόγος]

ακτινολόγος ο [aktinolóγos] Ο18 θηλ. ακτινολόγος [aktinolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στην ακτινολογία.

[λόγ. ακτινο- + -λόγος μτφρδ. γαλλ. radiologue (-logue = -λόγος)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αλλεργιολόγος ο [alerjiolóγos] Ο18 θηλ. αλλεργιολόγος [alerjiolóγos] Ο35 : (ιατρ.) γιατρός ειδικευμένος στη θεραπεία αλλεργικών παθήσεων: Πρέπει να σε δει ~.

[λόγ. αλλεργί(α) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αναισθησιολόγος ο [anesθisiolóγos] Ο18 θηλ. αναισθησιολόγος [anesθi siolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικός στην αναισθησιολογία: Aποφάσισε να πάρει την ειδικότητα του αναισθησιολόγου.

[λόγ. < αγγλ. anaesthesiologist < anaesthesio(logy) = αναισθησιο(λογία) -logist = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ανδρολόγος ο [anδrolóγos] Ο18 : γιατρός ειδικός στην ανδρολογία.

[λόγ. < αγγλ. andrologist < andro- = ανδρο- + -logist = -λόγος]

ανεκδοτολόγος ο [anekδotolóγos] Ο18 θηλ. ανεκδοτολόγος [anekδotolóγos] Ο35 : αυτός που του αρέσει και είναι ικανός να επινοεί και να διηγείται ανέκδοτα.

[λόγ. ανέκδοτ(ον) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...15   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες