Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %κρατία
57 εγγραφές [1 - 10]
-κρατία [kratía] : β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. κοινωνική, πολιτική, φιλοσοφική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την αποκλειστική επικράτηση: α. των αντιλήψεων ή των θεωριών που εκφράζει το α' συνθετικό: ευνοιο~, κεφαλαιο~, πλουτο~, τεχνο~, ωφελιμο~. β. των προσώπων που δηλώνει το α' συνθετικό: ανδρο~, γυναικο~, κληρικο~. 2. καθεστώς υποτέλειας στο λαό που εκφρά ζει το α' συνθετικό: ενετο~, τουρκο~, φραγκο~.

[λόγ. < αρχ. -κρατία (< -κράτης) ως β' συνθ.: αρχ. ἀριστο-κρατία & γαλλ. -cratie, αγγλ. -cracy < αρχ. κρατῶ (< κράτος `δύναμη΄): γραφειο-κρατία μτφρδ. γαλλ. bureau cratie, πλουτο-κρατία, τεχνο-κρατία < αγγλ. plutocracy, techno cracy]

αισθησιοκρατία η [esθisiokratía] Ο25 : φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι το σύνολο των γνώσεων του ανθρώπου προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις· αισθησιαρχία, σενσουαλισμός: H ~ του Δημοκρίτου / των σοφιστών. Φυσική / εμπειρική / γνωσιολογική / ηθική ~. Ο Λοκ είναι ιδρυτής της νεότερης αισθησιοκρατίας. Οπαδός της αισθησιοκρατίας, αισθησιοκράτης.

[λόγ. αίσθησι(ς) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. sensualisme]

αιτιοκρατία η [etiokratía] Ο25 : (φιλοσ.) 1. ύπαρξη αιτιότητας: Φυσική / κοινωνική / ψυχική / ηθική ~. Iστορική / τεχνολογική / οικονομική ~. Στη φύση κυριαρχεί απόλυτη ~. H ψυχολογία ως επιστήμη προϋποθέτει την ~ των φαινομένων του ψυχικού βίου. 2. φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει την αιτιοκρατία, δέχεται δηλαδή ότι κάθε γεγονός, φαινόμενο, ενέργεια κτλ. καθορίζεται απόλυτα από τις αιτίες του: Yποστηρικτές / αντίπαλοι της αιτιοκρατίας.

[λόγ. αίτι(ον) -ο- + -κρατία]

αναξιοκρατία η [anaksiokratía] Ο25 : έλλειψη αξιοκρατικών κριτηρίων στην επιλογή ατόμων για μια θέση, ιδιαίτερα στο δημόσιο· (πρβ. ευνοιοκρατία): H ~ θεωρείται ένας από τους βασικότερους λόγους της αναποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα.

[λόγ. αν- (δες α- 1) αξιοκρατία]

ανδροκρατία η [anδrokratía] Ο25α : κυριαρχία των αντρών σε κπ. χώρο κοινωνικής δραστηριότητας, εργασίας κτλ. ή απλώς αριθμητική υπεροχή. ANT γυναικοκρατία: Στην πολιτική παρατηρείται ~.

[λόγ. < αγγλ. andro cracy < andro- = ανδρο- + -cracy = -κρατία κατά το gynecocracy = γυναικοκρατία]

αξιοκρατία η [aksiokratía] Ο25 : η επιλογή, προώθηση ή επικράτηση εκείνων που αντικειμενικά είναι και θεωρούνται οι πιο άξιοι και ικανοί: H ~ στις προσλήψεις του δημοσίου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη βελτίωση του επιπέδου των υπηρεσιών που προσφέρονται στους πολίτες. ANT αναξιοκρατία.

[λόγ. αξιο- + -κρατία μτφρδ. αγγλ. meritocracy (-cracy = -κρατία)]

αποικιοκρατία η [apikiokratía] Ο25 : θεωρητική στάση και πρακτική που εκφράζει την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία χωρών ισχυρότερων επάνω σε ασθενέστερες: Στη σύνοδο των αδέσμευτων χωρών επικρίθηκε η ~.

[λόγ. αποικί(α)I2 -ο- + -κρατία απόδ. αγγλ. colonialism & γαλλ. colonial isme]

αριστοκρατία η [aristokratía] Ο25 : 1.(ιστ.) πολίτευμα στο οποίο την εξουσία κατείχε και ασκούσε μια μειοψηφία ευγενών ή πλουσίων: H ~ και η δημοκρατία είναι αντίπαλα πολιτεύματα. 2. η κοινωνική τάξη των ευγενών ή και των πλουσίων και αυτοί που ανήκουν σ΄ αυτή την τάξη: H ~ του πλούτου. Έκανε λεφτά και μπήκε στους κύκλους της αριστοκρατίας. || Εργατική ~, προνομιούχα ή υψηλόμισθα στρώματα εργαζομένων. || (ειρ.): Aυτός είναι βαριά / ψηλή ~, καλομαθημένος, ακατάδεχτος. || ~ του πνεύματος, κάστα διανοουμένων με υψηλή μόρφωση, καλλιέργεια.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀριστοκρατία· 2: σημδ. γαλλ. aristocratie (στη νέα σημ.) < λατ. aristocratia < αρχ. ἀριστοκρατία]

αστυνομοκρατία η [astinomokratía] Ο25 : καθεστώς αυστηρής αστυνόμευσης.

[λόγ. αστυνομ(ία) -ο- + -κρατία]

ατομοκρατία η [atomokratía] Ο25 : (φιλοσ.) κάθε θεωρία που αποδίδει στα δικαιώματα, στις προτιμήσεις, στις απαιτήσεις και στις επιδιώξεις του ατόμου την υπέρτατη αξία: Kατά τη θεωρία της ατομοκρατίας όλα τα ιστορικά και κοινωνικά φαινόμενα είναι αποτέλεσμα της συνειδητής και σκόπιμης δράσης των ατόμων.

[λόγ. άτομ(ον) 1 -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. individualisme]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες