Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %κράτης*
28 εγγραφές [1 - 10]
-κράτης [krátis] θηλ. -κράτισσα [krátisa], στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : β' συνθετικό με λόγια προέλευση· δηλώνει πρόσωπο του οποίου οι εκδηλώσεις χαρακτηρίζονται αποκλειστικά από τις αντιλήψεις και τον τρόπο ζωής που συνεπάγεται το α' συνθετικό: αποικιο~, αριστο~ και αριστοκράτισσα, γραφειο~, κεφαλαιο~, τεχνο~, τρομο~.

[λόγ. < αρχ. -κράτης (< κρατῶ `έχω εξουσία΄) ως β' συνθ.: αρχ. ἀριστο-κράτης & γαλλ. -crate < αρχ. κρατῶ (< κράτος `δύναμη΄): γραφειο-κράτης μτφρδ. γαλλ. bureaucrate· λόγ. -κράτ(ης) -ισσα]

αισθησιοκράτης ο [esθisiokrátis] Ο10 : οπαδός της αισθησιοκρατίας: Οι Γάλλοι αισθησιοκράτες του 18ου αιώνα.

[λόγ. αισθησιο(κρατία) -κράτης (αναδρ. σχημ.) απόδ. γαλλ. sensualiste]

ακρατής -ής -ές [akratís] Ε10 : (λόγ., για άνθρ.) που δεν μπορεί να ελέγξει, να συγκρατήσει τα πάθη του. ANT εγκρατής.

[λόγ. < αρχ. ἀκρατής]

αποικιοκράτης ο [apikiokrátis] Ο10 : αυτός που υιοθετεί τη θεωρία και την πρακτική της αποικιοκρατίας: Kινήματα / εξεγέρσεις κατά των αποικιοκρατών.

[λόγ. αποικί(α)I2 -ο- + -κράτης απόδ. γαλλ. colonialiste & αγγλ. colonialist]

αριστοκράτης ο [aristokrátis] Ο10 θηλ. αριστοκράτισσα [aristokrátisa] Ο27 : 1.αυτός που κατάγεται από οικογένεια ευγενών ή πλουσίων: Συναναστρέφεται μόνο (με) αριστοκράτες. || (ειρ.): Mη μας κάνεις τον αριστοκράτη, για κπ. που παριστάνει ή που μιμείται τους ευγενείς ή τους πλουσίους. 2. που έχει τον τρόπο και τη συμπεριφορά αριστοκράτη. 3. (ειρ.) που είναι: α. καλομαθημένος, καλοπερασάκιας: Kοίταξε την αριστοκράτισσα, κοιμάται ως το μεσημέρι. β. ακατάδεχτος, ψηλομύτης: Ο ~, δεν καταδέχτηκε τη φασολάδα!

[λόγ. < ελνστ. ἀριστοκράτης `αριστοκρατικός΄(;) & σημδ. γαλλ. aristocrate < aristocratie < αρχ. ἀριστοκρατία· λόγ. αριστοκράτ(ης) -ισσα]

αυτοσυγκράτηση η [aftosiŋgrátisi] Ο33 : το να συγκρατεί, να ελέγχει και να περιορίζει κάποιος την εκδήλωση έντονου συναισθήματος: Δείχνω ~.

[λόγ. αυτο- + συγκράτη(σις) -ση]

γραφειοκράτης ο [γrafiokrátis] Ο10 : αυτός που ενεργεί με γραφειοκρατικό τρόπο.

[λόγ. γραφειο(κρατία) -κράτης μτφρδ. γαλλ. bureaucrate (-crate = -κράτης)]

δημοκράτης ο [δimokrátis] Ο10 θηλ. δημοκράτισσα [δimokrátisa] Ο27 : οπαδός του δημοκρατικού πολιτεύματος, υποστηρικτής των αρχών και των θεσμών της δημοκρατίας: Οι αγώνες των δημοκρατών κατά του φασισμού και του ολοκληρωτισμού. || (ως επίθ.): Δημοκράτες αγωνιστές.

[λόγ. < γαλλ. démocrate < démo(cratie) = δημο(κρατία) -κράτης, κατά το aristocrate = αριστοκράτης (διαφ. το μσν. δημοκράτης `αρχηγός ενός δήμου (Πράσινων, Βένετων)΄)· λόγ. δημοκράτ(ης) -ισσα]

διπλοκράτηση η [δiplokrátisi] Ο33 : η κράτηση της ίδιας θέσης για δύο άτομα, σε μεταφορικό μέσο, θέατρο κτλ.

[λόγ. διπλο- + κράτη(σις) -ση]

εγκρατής -ής -ές [eŋgratís] Ε10 : (για πρόσ.) που έχει τη δύναμη να ελέγχει και να περιορίζει στο ελάχιστο τις ορμές και τις επιθυμίες που έχουν σχέση με τις υλικές απολαύσεις της ζωής, που συνειδητά απέχει από υλικές απολαύσεις και ηδονές: ~ χαρακτήρας. || που τον χαρακτηρίζει η εγκράτεια: Ο ~ βίος των ασκητών.

[λόγ. < αρχ. ἐγκρατής]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες