Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %καπέλα
1 εγγραφή
α καπέλα [akapéla] Ε (άκλ.) : (μουσ.) για χορωδιακό έργο που εκτελείται χωρίς συνοδεία οργάνων: Mουσική ~. || (ως επίρρ.): Aυτή η σύνθεση τραγουδιέται ~.

[λόγ. < ιταλ. a cappella]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες