Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %καλλι*
45 εγγραφές [1 - 10]
-καλλιέργεια [kaliérjia] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· σε σύνθεση με λόγιας προέλευσης α' συνθετικό στην περίπτωση που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο· δηλώνει: 1. τη συστηματική καλλιέργεια συνήθ. σε μεγάλη έκταση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό, καθώς και το σύνολο των καλλιεργούμενων φυτών· (πρβ. -παραγωγή): καπνο~, ντοματο~, σταφιδο~· αραβοσιτο~, βαμβακο~, ορυζο~, σιτο~. || τρόπο, τεχνική ή τόπο καλλιέργειας: ηλεκτρο~, αγρο~. 2. συστηματική εκτροφή σε ειδικές τεχνητές εγκαταστάσεις των ψαριών ή των θαλασσινών που δηλώνει το α' συνθετικό· (πρβ. -τροφία): αστακο~, ιχθυο~, οστρακο~, μυδο~. 3. (ιατρ.) ειδική διαγνωστική μέθοδο για την ανίχνευση παθογόνων μικροοργανισμών, στοιχείων κτλ. στο υγρό του οργανισμού που δηλώνει το α' συνθετικό: αιμο~, αιματο~. || μικροβιο~.

[λόγ. < ουσ. καλλιέργεια ως β' συνθ. μτφρδ. γαλλ. -culture, culture: οστρεο-καλλιέργεια, καπνο-καλλιέργεια, μικροβιο-καλλιέργεια < γαλλ. ostréiculture, culture du tabac, culture microbienne]

αγροκαλλιέργεια η [aγrokaliérjia] Ο27 : η καλλιέργεια των χωραφιών.

[λόγ. αγρο- + -καλλιέργεια]

αιμοκαλλιέργεια η [emokaliérjia] Ο27 : (ιατρ.) επιστημονική έρευνα των μικροβίων, συνήθ. παθογόνων, που υπάρχουν στο αίμα με τεχνητό πολλαπλασιασμό τους έξω από τον οργανισμό.

[λόγ. αιμο- + -καλλιέργεια μτφρδ. γαλλ. hémoculture (hémo- = αιμο-)]

ακαλλιέργητος -η -ο [akaliérjitos] Ε5 : ANT καλλιεργημένος. 1. που δεν τον έχουν καλλιεργήσειI1· χέρσος: Aκαλλιέργητο χωράφι. Οι κάτοικοι εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και η γη μένει ακαλλιέργητη. 2. (μτφ.) α. για άτομο που δεν έχει δεχτεί την επίδραση της παιδείας και του πολιτισμού, που του λείπει η πνευματική καλλιέργεια, η αίσθηση του ωραίου και η ψυχική ευγένεια· απαίδευτος: ~ άνθρωπος. Kοινό λογοτεχνικά / μουσικά ακαλλιέργητο. β. για κτ. που δεν το έχουν αναπτύξει με την άσκηση και με τη συνεχή ενασχόληση: Έχει πολύ καλή φωνή, την άφησε όμως ακαλλιέργητη. Tο μυαλό του έμεινε ακαλλιέργητο. H γλώσσα των πρωτόγονων λαών είναι ακαλλιέργητη. Tο ύφος του (τάδε) συγγραφέα είναι ακαλλιέργητο.

[λόγ. α- 1 καλλιεργη- (καλλιεργώ) -τος μτφρδ. γαλλ. non cultivé, inculte]

αμπελοκαλλιέργεια η [ambelokaliérjia] Ο27 : η καλλιέργεια του αμπελιού.

[λόγ. αμπελο- + -καλλιέργεια]

αμπελοκαλλιεργητής ο [ambelokalierjitís] Ο7 : καλλιεργητής αμπελιών.

[λόγ. αμπελο- + καλλιεργητής]

δενδροκαλλιέργεια η [δenδrokaliérjia] Ο27 : συστηματική καλλιέργεια κυρίως οπωροφόρων δέντρων.

[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + -καλλιέργεια μτφρδ. γαλλ. arboriculture]

δενδροκαλλιεργητής ο [δenδrokalierjitís] Ο7 : αυτός που καλλιεργεί δέντρα.

[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + καλλιεργητής]

ιστοκαλλιέργεια η [istokaliérjia] Ο27 : (ιατρ.) η καλλιέργεια, η διατήρηση ζωντανών ιστών μέσα σε κατάλληλο υγρό, για διαγνωστικούς ή ερευνητικούς σκοπούς.

[λόγ. ιστο- + -καλλιέργεια μτφρδ. αγγλ. tissue culture]

ιχθυοκαλλιέργεια η [ixθiokaliérjia] Ο27 : συστηματική εκτροφή ψαριών σε ειδικές τεχνητές εγκαταστάσεις.

[λόγ. ιχθυο- + -καλλιέργεια μτφρδ. γαλλ. pisciculture]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες