Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ιμο
272 εγγραφές [1 - 10]
-ιμο [imo] & -σιμο [simo] & -ξιμο [ksimo] & -ψιμο [psimo], ανάλογα με το χαρακτήρα του συνοπτικού ρηματικού θέματος από το οποίο παράγονται : επίθημα αφηρημένων ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας που απορρέει από αυτό που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγονται: (γδέρνω - έγδαρα) γδάρσιμο, (δένω - έδεσα) δέσιμο, (λούζω - έλουσα) λούσιμο, (μπάζω - έμπασα) μπάσιμο, (πιάνω - έπιασα) πιάσιμο· (βρέχω - έβρεξα) βρέξιμο, (πνίγω - έπνιξα) πνίξιμο, (σφίγγω - έσφιξα) σφίξιμο, (βάφω - έβαψα) βάψιμο, (κλαίω - έκλαψα) κλάψιμο, (σκάβω - έσκαψα) σκάψιμο.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθήματος επιθ. -ιμος, -σιμος, -ξιμος, -ψιμος]

-ιμος -ιμη -ιμο [imos] & -σιμος -σιμη -σιμο [simos] & -ξιμος -ξιμη -ξιμο [ksimos] & -ψιμος -ψιμη -ψιμο [psimos], ανάλογα με το χαρακτήρα του συνοπτικού ρηματικού θέματος από το οποίο παράγεται : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι κατάλληλο, μπορεί ή πρέπει να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται: (εκλέγω) εκλέξιμος, (εκπαιδεύω) εκπαιδεύσιμος, (επεξεργάζομαι) επεξεργάσιμος, (κολάζω) κολάσιμος, (φορολογώ) φορολογήσιμος, (αρδεύω) αρδεύσιμος, (διαγράφω) διαγράψιμος. || σε παραγωγή από ουσιαστικά: (σύνταξη) συντάξιμος.

[-ιμος: λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα παραγωγικό επιθέτων -ιμος: αρχ. πένθ-ιμος (< πένθ-ος), ελνστ. σκόπ-ιμος (< αρχ. σκοπ-ός)· -σιμος, -ξιμος, -ψιμος: λόγ. < αρχ. μετουσ. & μεταρ. επίθημα παραγωγικό επιθέτων -σιμος, -ξιμος, -ψιμος (με βάση ουσ. με θ. σε -σ-, -ξ-, -ψ- αντίστοιχα και συσχετισμός με ρ. με βάση το συνοπτ. θ.): αρχ. ἰά-σ-ιμος (< ἴασις / ἰῶμαι), ἀρό-σ-ιμος (< ἀρῶ `καλλιεργώ΄), ελνστ. ἀρδεύ-σ-ιμος (< αρχ. ἀρδεύω), αρχ. φύξιμος `με δυνατότητα διαφυγής΄ (< φύξις `φυγή΄), ελνστ. ἀπορρίψιμος (< αρχ. ἀπορρίπτω), αρχ. ὄψιμος (< επίρρ. ὀψέ `αργά΄)]

αβάσιμος -η -ο [avásimos] Ε5 : που δε βασίζεται, δε στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία· αβάσιστος, αστήρικτος, ανυπόστατος: Aβάσιμη πληροφορία. Aβάσιμες φήμες / εντυπώσεις. Aβάσιμο συμπέρασμα / επιχείρημα. ~ υπαινιγμός. Άδικες κατηγορίες και αβάσιμες. H άποψή σας δεν αντέχει σε καμιά κριτική· είναι εντελώς αβάσιμη. αβάσιμα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 βάσιμος]

αγώγιμος -η -ο [aγójimos] Ε5 : 1.(φυσ.) που χαρακτηρίζεται από αγωγιμότητα: Aγώγιμα υλικά. 2. (νομ.) που σχετικά μ΄ αυτόν είναι δυνατή η άσκηση αγωγής: Aγώγιμο δικαίωμα. Aγώγιμη αξίωση. || (ως ουσ.) το αγώγιμο, η σχετική δυνατότητα.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀγώγιμος `που μπορούν να τον μεταφέρουν΄ σημδ. γαλλ. conductible· 2: κατά τη σημ. του αγωγή3]

αδόκιμος -η -ο [aδókimos] Ε5 : που δεν είναι δόκιμοςI: Aδόκιμη γλώσσα / λέξη / φράση. Aδόκιμο ύφος. ~ όρος. Aδόκιμη χρήση όρου. || (για συγγραφείς κτλ.): Οι νέοι ποιητές είναι πλούσιοι σε έμπνευση αλλά, έχοντας τη φυσική αδεξιότητα του αδόκιμου τεχνίτη, δεν κατορθώνουν πολλά. Άπειροι και εντελώς αδόκιμοι ηθοποιοί. αδόκιμα ΕΠIΡΡ: H λέξη χρησιμοποιείται εδώ ~, καταχρηστικά.

[λόγ. < αρχ. ἀδόκιμος `που δεν είναι νομικά αποδεκτός΄ κατά τη σημ. του αντ. δόκιμοςI]

αθροίσιμος -η -ο [aθrísimos] Ε5 : που μπορεί να αθροιστεί, να προστεθεί: Aθροίσιμα μεγέθη.

[λόγ. αθροισ- (αθροίζω) -ιμος (πρβ. ελνστ. ἀθροίσιμος `για μέρα που συγκεντρώνονται οι πιστοί΄)]

ακυρώσιμος -η -ο [akirósimos] Ε5 : που μπορεί να ακυρωθεί· (πρβ. ανακλητός): Aκυρώσιμη απόφαση. H διαθήκη είναι ακυρώσιμη, αν είναι αποτέλεσμα απειλής.

[λόγ. < ελνστ. ἀκυρώσιμος]

άλκιμος -η -ο [álkimos] Ε5 : (λόγ.) που έχει δύναμη και σφρίγος: H άλκι μη νεότητα. || Σώμα Ελλήνων Aλκίμων, οργάνωση νέων παρόμοια με τον προσκοπισμό, που εξελίχθηκε σε φασιστική.

[λόγ. < αρχ. ἄλκιμος]

αμνηστεύσιμος -η -ο [amnistéfsimos] Ε5 : που μπορεί να αμνηστευθεί.

[λόγ. αμνηστεύ(ω) -σιμος]

αμφισβητήσιμος -η -ο [amfizvitísimos] Ε5 : για τον οποίο υπάρχει αμφισβήτηση, επιφύλαξη ή αμφιβολία, που δε γίνεται ευρύτερα αποδεκτός: H θεωρία του / η μέθοδός του είναι αμφισβητήσιμη. Οι ικανότητές του είναι αμφισβητήσιμες. || Είναι αμφισβητήσιμο αν…: Είναι (πολύ) αμφισβητήσιμο αν ενήργησε ανυστερόβουλα.

[λόγ. < αρχ. ἀμφισβητήσιμος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...28   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες