Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ιδικο
61 εγγραφές [1 - 10]
-ίδικο [íδiko] : επίθημα ουδέτερων τοπικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει κατάστημα στο οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει ή γενικά να βρει αυτό που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ικο 1, -άδικο 2): (παλιατζής) παλιατζίδικο. || με αναφορά περισσότερο στο προϊόν και λιγότερο στον καταστηματάρχη: λουκουματζίδικο, παγωτατζίδικο, πατσατζίδικο, κατάστημα στο οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει ή γενικά να βρει λουκουμάδες, παγωτό κτλ.· προποτζίδικο, ταξιτζίδικο, χώρος συναλλαγής σχετικός με προπό, ταξί. || (πληθ.) περιοχή με πολλά ίδια καταστήματα: παλιατζίδικα, πατσατζίδικα.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθήματος επιθ. -ίδικος]

-ίδικος -ίδικη -ίδικο [íδikos] : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ικος): (αεριτζής) αεριτζίδικος, (ατζαμής) ατζαμίδικος, (καβγατζής) καβγατζίδικος, (κολπατζής) κολπατζίδικος, (μερακλής) μερακλίδικος, (πλακατζής) πλακατζίδικος, (φιγουρατζής) φιγουρατζίδικος. || (ζοριλίκι) ζοριλίδικος, (καραγκιοζλίκι) καραγκιοζλίδικος.

[θ. ουσιαστικών σε -ηδ- (πληθ. -ήδες) με προσθήκη του επιθήματος -ικος: μερακληδ- (μερακλής) -ικος (ορθογρ. απλοπ.)]

-τζής -τζού -τζίδικο [dzís] & -ατζής -ατζού -ατζίδικο [adzís] : επίθημα ανισοσύλλαβων ονομάτων παράγωγων συνήθ. από ουσιαστικά· μέσα στην πρόταση τα ονόματα αυτά λειτουργούν συνηθέστερα ως κατηγορούμενα και λιγότερο ως επιθετικοί προσδιορισμοί και δηλώνουν το πρόσωπο (άντρα, γυναίκα, παιδί ή γενικά έμψυχο ουδέτερου γένους) που χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη, που του αρέσει, που αγαπά αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (γκά φα) γκαφατζής -ού -ίδικο, (καβγάς) καβγατζής -ού -ίδικο, (γλυκό) γλυκατζής -ού -ίδικο, (φασαρία) φασαριατζής -ού -ίδικο, (φιγούρα) φιγουρατζής -ού -ίδικο, (πλάκα) πλακατζής -ού -ίδικο, (καταφέρνω) καταφερτζής -ού -ίδικο, (τζάμπα) τζαμπατζής -ού -ίδικο.

[< -τζής, -ατζής (ουσ.) και κατευθείαν < τουρκ. -ci κτλ.: καβγ-α-τζής < kavgacι]

-τζίδικος -τζίδικη -τζίδικο [dzíδikos] & -ατζίδικος -ατζίδικη -ατζίδικο [adzíδikos] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ίδικος): (έτοιμος) ετοιματζίδικος· (εφέ) εφετζίδικος.

[σύνθετο επίθημα -τζ(ής), -ατζ(ής) -ίδικος]

αεριτζίδικος -η -ο [aeridzíδikos] Ε5 : που ανήκει ή που ταιριάζει στον αεριτζή: Aεριτζίδικες δουλειές. Aεριτζίδικα λόγια.

[αεριτζ(ής) -ίδικος]

αιμορροϊδικός -ή -ό [emoroiδikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στις αιμορροΐδες ή που έχει σχέση με αυτές: Aιμορροϊδικές αρτηρίες. 2. που πάσχει από αιμορροΐδες: Είναι ~. || (ως ουσ.).

[λόγ. αιμορροϊδ- (δες αιμορροΐδα) -ικός]

αντίδικος -η / -ος -ο [andíδikos] Ε17 : που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ.: Tα αντίδικα μέρη / κράτη. || (ως ουσ.) ο αντίδικος*.

[λόγ. < αρχ. ἀντίδικος (νομ. σημ.)]

αντιρυτιδικός -ή -ό [andiritiδikós] Ε1 : που προλαβαίνει ή που καταπολεμά τις ρυτίδες: Aντιρυτιδική θεραπεία / κρέμα.

[λόγ. αντι- + ρυτιδ- (δες ρυτίδα) -ικός]

αντισυφιλιδικός -ή -ό [andisifiliδikós] Ε1 : που καταπολεμά τη σύφιλη: Aντισυφιλιδική θεραπεία. Aντισυφιλιδικά φάρμακα.

[λόγ. αντι- + συφιλιδικός μτφρδ. γαλλ. antisy philitique < anti- = αντι- + syphilitique = συφιλιδικός]

ατζαμίδικος -η -ο [adzamíδikos] Ε5 : (προφ.) που γίνεται από ατζαμή· αδέξιος: Aτζαμίδικο κατασκεύασμα / ράψιμο. Aτζαμίδικες δουλειές / κουβέντες. ατζαμίδικα ΕΠIΡΡ αδέξια.

[ατζαμ(ής) -ίδικος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες