Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
24 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ιέρης [iéris] (η προφορά του [ié] εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) & -έρης [éris] : επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που ενεργεί: (τραπέζι) τραπεζιέρης, (κανόνι) κανονιέρης, (καρότσα) καροτσ(ι)έρης, (τιμόνι) τιμονιέρης. || ρουτινιέρης.
[ιταλ. μετουσ. επίθημα επαγγελμ. ουσ. -ier(e) -ης (αρχικά δήλωνε επάγγελμα εξυπηρετικό της αριστοκρατίας): cannoniere (< cannone) > κανον-ιέρης (κανόν-ι), carrozziere (< carrozza) > καροτσ-ιέρης (καρότσ-α) και επέκτ. σε άλλες λ.: τραπεζ-ιέρης (< τραπέζ-ι)· αποβ. του [i] ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)]
- γκαραζιέρης ο [garazjéris] Ο11 : ιδιοκτήτης γκαράζ ή τεχνίτης που εργάζεται σε γκαράζ.
[γκαράζ -ιέρης]
- γκρουπιέρης ο [grupxéris] Ο11 θηλ. γκρουπιέρισσα [grupxérisa] Ο27 : (προφ.) κρουπιέρης.
[< κρουπιέρης με ηχηροπ. [k > g] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-kr > toŋgr > gr] · γκρουπιέρ(ης) -ισσα]
- γονδολιέρης ο [γonδoléris] Ο11 : βαρκάρης, κωπηλάτης σε γόνδολα: Οι γονδολιέρηδες της Bενετίας.
[λόγ. < βεν. gondolier -ης (ορθογρ. δαν.)]
- καμαριέρης ο [kamarjéris] Ο11 θηλ. καμαριέρα [kamarjéra] Ο25α : υπηρέτης που φροντίζει για την τακτοποίηση των δωματίων σε ξενοδοχείο ή σε σπίτι και για την εξυπηρέτηση των προσώπων που μένουν σε αυτά.
[αντδ. < βεν. camarier(e) -ης, camariera < λατ. camara (δες στο κάμαρα)]
- καμηλιέρης ο [kamiléris] Ο11 θηλ. καμηλιέρισσα [kamilérisa] Ο27α : αυτός που οδηγεί καμήλα ή καραβάνι με καμήλες.
[μσν. καμηλιέρης < καμήλ(α) -ιέρης (πρβ. ελνστ. καμηλάριος)· καμηλιέρ(ης) -ισσα]
- κανονιέρης ο [kanonéris] Ο11 : 1. (παρωχ.) πυροβολητής. 2. (μτφ., προφ.) α. (ειρ.) αυτός που χρεοκοπεί ή που αποτυγχάνει σε εξετάσεις. β. χαρακτηρισμός ποδοσφαιριστή που βάζει πολλά γκολ.
[ιταλ. cannonier(e) -ης]
- καροτσιέρης ο [karotsxéris] & καροτσέρης ο [karotséris] Ο11 : επαγγελματίας οδηγός επιβατικού κάρου ή άμαξας.
[ιταλ. carrozzier(e) -ης· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)]
- κρουπιέρης ο [krupxéris] Ο11 : υπάλληλος καζίνου ή χαρτοπαικτικής λέσχης, που συντονίζει διάφορα τυχερά παιχνίδια (ρουλέτα, χαρτιά κτλ.).
[λόγ. < γαλλ. croupier -ης (ορθογρ. δαν.)]
- λαντζέρης ο [landzéris] Ο11 θηλ. λαντζέρισσα [landzérisa] Ο27 & λαντζιέρης ο [landzjéris] Ο11 θηλ. λαντζιέρισσα [landzjérisa] Ο27 & λαντζιέρα [landzjéra] Ο25α : αυτός που δουλεύει στο πλύσιμο των μαγειρικών σκευών συνήθ. ως βοηθός μάγειρα.
[-ντζιέ-: λάντζ(α) -ιέρης· λαντζιέ ρ(ης) -ισσα· λαντζιέρ(ης) -α· -ντζέ-: αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε σύμφ. και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)· λαντζέρ(ης) -ισσα]