Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %θεραπεία
28 εγγραφές [1 - 10]
-θεραπεία [θerapía] : το ουσ. θεραπεία ως β' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. σε προσδιοριστικά σύνθετα με α' συνθετικό κυρίως ουσιαστικό ή σπάνια επίθετο ή αντωνυμία δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται κάποια θεραπεία: ακτινο~, χημειο~, ψυχρο~, αυτο~. || ηλιο~. 2. σε αντικειμενικά σύνθετα με α' συνθετικό ουσιαστικό δηλώνει την ασθένεια την οποία θεραπεύουμε: ψυχο~, ουλο~.

[λόγ. < αρχ. θεραπεία `γιατρειά΄ σε παράγωγες λέξεις: αρχ. ἀπο-θεραπεία & διεθ. -therapy < αρχ. θεραπεία ως β' συνθ.: ηλιο-θεραπεία < γαλλ. héliothérapie, ψυχο-θεραπεία < αγγλ. psychotherapy]

αεροθεραπεία η [aeroθerapía] Ο25 : θεραπευτικές μέθοδοι που στηρίζονται στην ευεργετική επίδραση του αέρα στον ανθρώπινο οργανισμό: H ~ διεγείρει τη γενική αντίσταση και τη ζωτικότητα του οργανισμού.

[λόγ. < αγγλ. aerotherapy < aero- = αερο- + -therapy = -θεραπεία]

ακτινοθεραπεία η [aktinoθerapía] Ο25 : (ιατρ.) η χρήση ακτινοβολιών και ιδιαίτερα ακτίνων Ραίντγκεν (X) για θεραπευτικούς σκοπούς: H ~ εφαρμόζεται αποτελεσματικά σε πολλές περιπτώσεις δερματοπαθειών.

[λόγ. ακτινο- + -θεραπεία μτφρδ. γαλλ. radiothérapie]

αμμοθεραπεία η [amoθerapía] Ο25 : η θεραπεία διάφορων παθήσεων με αμμόλουτρα.

[λόγ. αμμο- + -θεραπεία]

αποθεραπεία η [apoθerapía] Ο25 : η τελευταία φάση της θεραπείας ενός αρρώστου ως την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του: Ο άρρωστος βρίσκεται στο στάδιο της αποθεραπείας.

[λόγ. αντδ. < ιταλ.(;) apoterapia < ελνστ. ἀποθεραπεία `φροντίδα του σώματος ύστερα από αθλητικούς αγώνες΄]

βακτηριοθεραπεία η [vaktirioθerapía] Ο25 : (ιατρ.) προληπτική ή θεραπευτική μέθοδος (συνήθ. για λοιμώδεις ασθένειες), κατά την οποία χρησιμοποιούνται βακτηρίδια.

[λόγ. < γαλλ. bactériothérapie < bactério- = βακτήρι(ον) -ο- + -thérapie = -θεραπεία]

βιοθεραπεία η [vioθerapía] Ο25 : ιατρική μέθοδος που χρησιμοποιεί ζώντες οργανισμούς για τη θεραπεία ορισμένων παθήσεων.

[λόγ. < γαλλ. biothérapie < bio- = βιο- + -thérapie = -θεραπεία]

εμβολιοθεραπεία η [emvolioθerapía] Ο25 : (ιατρ.) η θεραπευτική χρησιμοποίηση εμβολίων για την ενίσχυση της άμυνας του οργανισμού.

[λόγ. εμβόλι(ον) -ο- + -θεραπεία μτφρδ. γαλλ. vaccinothérapie]

εργασιοθεραπεία η [erγasioθerapía] Ο25 : θεραπευτική μέθοδος που συνίσταται σε απασχόληση των ασθενών, κυρίως ψυχασθενών, σε απλές, κυρίως χειρωνακτικές, εργασίες.

[λόγ. εργασί(α) -ο- + -θεραπεία μτφρδ. αγγλ. work therapy]

ηλεκτροθεραπεία η [ilektroθerapía] Ο25 : η χρησιμοποίηση του ηλεκτρικού ρεύματος ως θεραπευτικού μέσου.

[λόγ. < γαλλ. électrothérapie < électro- = ηλεκτρο- + -thérapie = -θεραπεία]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες