Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
102 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ειδής -ειδής -ειδές [iδís] : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· για την παραγωγή απαιτείται ο λόγιος ή ο επιστημονικός τύπος της πρωτότυπης λέξης, στις περιπτώσεις που παράλληλα υπάρχει και κοινός ή προφορικός τύπος· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μοιάζει στο σχήμα, στη μορφή ή στη σύσταση με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη και έχει επομένως κάποια από τα βασικά διακριτικά χαρακτηριστικά της· (πρβ. -μορφος): (τέρας) τερατοειδής· (δρέπανο) δρεπανοειδής, (έλλειψη) ελλειψοειδής, (πυραμίδα) πυραμιδοειδής· (αίλουρος) αιλουροειδής, (θάμνος) θαμνοειδής, (θύσανος) θυσανοειδής, (κισσός) κισσοειδής· (άμυλο) αμυλοειδής. || (επιστ.) το ουδέτερο ουσιαστικοποιημένο δηλώνει οικογένεια ζώων ή κατηγορία φυτών: αιλουροειδή, ανθρωποειδή, ψιττακοειδή, φοινικοειδή. || μειωτικά για άνθρωπο: (άνθρωπος) ανθρωποειδής, (γυναίκα) γυναικοειδής, (φασίστας) φασιστοειδής.
[λόγ. < αρχ. -ειδής θ. του ουσ. εrδ(ος) -ής ως β' συνθ.: αρχ. σπογγο-ειδής `που μοιάζει με σφουγγάρι΄, ελνστ. πυραμιδο-ειδής]
- αδενοειδής -ής -ές [aδenoiδís] Ε10 : α.που μοιάζει με αδένα. β. (ιατρ.) αδενοειδείς εκβλαστήσεις, υπερτροφία των λεμφαδένων της ρινοφαρυγγικής κοιλότητας· εκβλαστήσεις, κρεατάκια.
[λόγ.: α: ελνστ. ἀδενοειδής· β: σημδ. γαλλ. végétations adénoides (πρβ. ελνστ. ἀδενώδη φύματα)]
- αλατοειδής -ής -ές [alatoiδís] Ε10 : που μοιάζει στη φύση του ή στις ιδιότητές του με τα άλατα ή με το άλας.
[λόγ. αλατο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. haloide < αρχ. ἁλο- (ἅλς) `αλάτι΄ + -ide = -ειδής]
- αλυσοειδής -ής -ές [alisoiδís] Ε10 : (λόγ.) που μοιάζει με αλυσίδα. || (μαθημ.): ~ καμπύλη.
[λόγ. άλυσ(ος η) -ο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. courbe en chaînette ή αγγλ. catenary curve]
- αμοιβαδοειδής -ής -ές [amivaδoiδís] Ε10 : που έχει τα γνωρίσματα των αμοιβάδων: ~ κίνηση, κίνηση των λευκοκυττάρων του αίματος του ανθρώπου και των ζώων. || (ως ουσ.) τα αμοιβαδοειδή, τα πρωτόζωα της ομοταξίας των ριζοπόδων.
[λόγ. αμοιβαδ- (δες αμοιβάδα) -ο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. amiboide (-ide = -ειδής)]
- αμυγδαλοειδής -ής -ές [amiγδaloiδís] Ε10 : (λόγ.) που έχει σχήμα αμυγδάλου.
[λόγ. < ελνστ. ἀμυγδαλοειδής]
- αμυλοειδής -ής -ές [amiloiδís] Ε10 : που έχει τη υφή του αμύλου. || (ως ουσ.) το αμυλοειδές, συστατικό της κυτταρικής μεμβράνης των φυτών.
[λόγ. αμυλο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. amylacé]
- αμφιβληστροειδής -ής -ές [amfivlistroiδís] Ε10 : (ανατ.) ~ χιτώνας και ως ουσ. ο αμφιβληστροειδής, ο εσωτερικός χιτώνας του ματιού.
[λόγ. < ελνστ. ἀμφιβληστροειδής]
- ανθρακοειδής -ής -ές [anθrakoiδís] Ε10 : που μοιάζει με άνθρακα, που έχει το χρώμα του άνθρακα.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθρακοειδής]
- ανθρωποειδής -ής -ές [anθropoiδís] Ε10 : 1.που ανήκει στο είδος εκείνο το οποίο έχει τις περισσότερες ομοιότητες προς τον άνθρωπο, που μοιάζει με άνθρωπο: Aνθρωποειδείς πίθηκοι. 2. (ως ουσ.) το ανθρωποειδές: α. για ανθρωποειδή πίθηκο. β. χαρακτηρισμός ανθρώπου με απάνθρωπη, κτηνώδη συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. ἀνθρωποειδής]