Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %γραφος
112 εγγραφές [1 - 10]
-γράφος 1 [γráfos] θηλ. -γράφος [γráfos] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά με ενεργητική σημασία· (πρβ. -γραφος -η -ο)· δηλώνει: 1. πρόσωπο που έχει την ιδιότητα να ασχολείται συνήθ. επαγγελματικά: α. με τη σύνταξη κειμένων σχετικών με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αρθρο~, επιφυλλιδο~, ευθυμο~, κοσμικο~, πρακτικο~. β. με τον τρόπο γραφής που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: δακτυλο~, τυπο~. 2. επιστήμονα ή λογοτέχνη ειδικούς στον τομέα που συνεπάγεται το α' συνθετικό: λεξικο~, ωκεανο~· δοκιμιο~, μυθιστοριο~. 3. δημιουργό ή ειδικότερα καλλιτέχνη του οποίου το υλικό ή το αντικείμενο της δουλειάς του δηλώνεται με το α' συνθετικό: αγιο~, λιθο~, σκιτσο~.

[λόγ. < ελνστ. -γράφος (< αρχ. ρ. γράφ(ω) -ος) ως β' συνθ.: ελνστ. ἱστοριο-γράφος, γεω-γράφος & διεθ. -graph < ελνστ. -γράφος: τυπο-γράφος < νλατ. typo graphus, στενο-γράφος, υδρο-γράφος < γαλλ. sténographe, hydro graphe]

αγιογράφος ο [ajioγráfos] Ο18 θηλ. αγιογράφος [ajioγráfos] Ο35 : ζωγράφος ιερών εικόνων και θρησκευτικών παραστάσεων.

[λόγ. αγιο- + -γράφος 1 (διαφ. το ελνστ. ἁγιόγραφος `βιβλίο της Π.Δ. γραμμένο με θεϊκή έμπνευση΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αθλητικογράφος ο [aθlitikoγráfos] Ο18 θηλ. αθλητικογράφος [aθlitikoγráfos] Ο35 : δημοσιογράφος ειδικός σε αθλητικά θέματα που αρθρογραφεί σε εφημερίδα ή σε περιοδικό· αθλητικός συντάκτης.

[λόγ. αθλητικ(ά) -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ανεμογράφος ο [anemoγráfos] Ο18 : (μετεωρ.) όργανο που καταγράφει αυτόματα τη μεταβολή της ταχύτητας και της κατεύθυνσης του ανέμου.

[λόγ. ανεμο-1 + -γράφος 2]

ανθρωπογεωγράφος ο [anθropojeoγráfos] Ο18 θηλ. ανθρωπογεωγράφος [anθropojeoγráfos] Ο35 : αυτός που ασχολείται επιστημονικά με την ανθρωπογεωγραφία.

[λόγ. ανθρωπογεωγραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: γεωγραφία - γεωγράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ανωνυμογράφος ο [anonimoγráfos] Ο18 : αυτός που δημοσιεύει ή που στέλνει ανώνυμες επιστολές ή άλλα κείμενα, συνήθ. μειωτικά, για κπ. που δεν έχει το θάρρος να αποκαλύψει το όνομά του.

[λόγ. ανώνυμ(ος) -ο- + -γράφος]

αρθρογράφος ο [arθroγráfos] Ο18 θηλ. αρθρογράφος [arθroγráfos] Ο35 : αυτός που, ως συντάκτης ή ως συνεργάτης, γράφει άρθρα στον τύπο και κυρίως στις εφημερίδες: Πολιτικός / οικονομικός ~. H κρίση της οικονομίας απασχολεί το σύνολο των οικονομικών αρθρογράφων.

[λόγ. άρθρ(ον)1 -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αυτοβιογράφος ο [aftovioγráfos] Ο18 : συγγραφέας αυτοβιογραφίας: Ο ~ δεν ασχολείται με σύγχρονα γεγονότα παρά μόνο για να ρίξει περισσότερο φως στη δική του ζωή.

[λόγ. αυτοβιογραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

βιβλιογράφος ο [vivlioγráfos] Ο18 θηλ. βιβλιογράφος [vivlioγráfos] Ο35 : αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη βιβλιογραφία1.

[λόγ. < γαλλ. bibliograph(e) -ος < biblio- = βιβλιο- + -graphe = -γράφος (διαφ. το αρχ. βιβλιογράφος `αντιγραφέας βιβλίων, δηλ. χειρογράφων΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

βιογράφος ο [vioγráfos] Ο18 θηλ. βιογράφος [vioγráfos] Ο35 : αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή βιογραφιών: Ο Πλούταρχος είναι ο σημαντικότερος ~ της ελληνικής αρχαιότητας. Ο ~ του Nαπολέοντα.

[λόγ. < γαλλ. biographe < bio(graphie) = βιο(γραφία) -graphe = -γράφος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...12   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες