Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %γράφος%
136 εγγραφές [1 - 10]
-γραφος -η -ο [γrafos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα με παθητική σημασία· (πρβ. -γράφος 1)· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει γραφτεί με τον τρόπο που συνήθ. εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: αυτό~, ιδιό~· δακτυλό~, δακτυλογραφημένος· χειρό~. || δί~. || με ουσιαστικοποίηση του ουδέτερου γένους: αυτόγραφο, χειρόγραφο· υστερόγραφο, που γράφεται μετά, εκ των υστέρων.

[λόγ. < ελνστ. -γραφος < αρχ. γράφ(ω) -ος ως β' συνθ.: ελνστ. ψευδεπί-γραφος, χειρό-γραφον & διεθ. -graph < ελνστ. -γραφος: ομό-γραφα < γαλλ. homographes]

-γράφος 1 [γráfos] θηλ. -γράφος [γráfos] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά με ενεργητική σημασία· (πρβ. -γραφος -η -ο)· δηλώνει: 1. πρόσωπο που έχει την ιδιότητα να ασχολείται συνήθ. επαγγελματικά: α. με τη σύνταξη κειμένων σχετικών με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αρθρο~, επιφυλλιδο~, ευθυμο~, κοσμικο~, πρακτικο~. β. με τον τρόπο γραφής που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: δακτυλο~, τυπο~. 2. επιστήμονα ή λογοτέχνη ειδικούς στον τομέα που συνεπάγεται το α' συνθετικό: λεξικο~, ωκεανο~· δοκιμιο~, μυθιστοριο~. 3. δημιουργό ή ειδικότερα καλλιτέχνη του οποίου το υλικό ή το αντικείμενο της δουλειάς του δηλώνεται με το α' συνθετικό: αγιο~, λιθο~, σκιτσο~.

[λόγ. < ελνστ. -γράφος (< αρχ. ρ. γράφ(ω) -ος) ως β' συνθ.: ελνστ. ἱστοριο-γράφος, γεω-γράφος & διεθ. -graph < ελνστ. -γράφος: τυπο-γράφος < νλατ. typo graphus, στενο-γράφος, υδρο-γράφος < γαλλ. sténographe, hydro graphe]

-γράφος 2 : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. (επιστ.) όργανο κατάλληλο για την αποτύπωση, γραπτή παράσταση αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: ανεμο~, σεισμο~. || όργανο για τη σχεδίαση αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: γραμμο~, καμπυλο~. 2. (ειδ. ιατρ.) όργα νο, συσκευή κτλ. κατάλληλα για την αποτύπωση της λειτουργίας του μέρους του σώματος που εκφράζει το α' συνθετικό: αρτηριο~, θωρακο~, καρδιο~, σφυγμο~.

[λόγ. < διεθ. -graph < ελνστ. -γράφος (δες -γράφος 1) ως β' συνθ.: σεισμο-γράφος, καρδιο-γράφος < γαλλ. séismo graphe, cardiographe]

αγγειογράφος 1 ο [angioγráfos] Ο18 : αυτός που ζωγραφίζει πάνω σε αγγεία 1: Ο ανώνυμος ~ έδωσε ιδιαίτερη χάρη και κίνηση στις παραστάσεις του αμφορέα.

[λόγ. αγγειο- 1 + -γράφος 1]

αγγειογράφος 2 ο : (ιατρ.) όργανο κατάλληλο για την αγγειογραφία 2.

[λόγ. αγγειο- 2 + -γράφος 2]

αγιογράφος ο [ajioγráfos] Ο18 θηλ. αγιογράφος [ajioγráfos] Ο35 : ζωγράφος ιερών εικόνων και θρησκευτικών παραστάσεων.

[λόγ. αγιο- + -γράφος 1 (διαφ. το ελνστ. ἁγιόγραφος `βιβλίο της Π.Δ. γραμμένο με θεϊκή έμπνευση΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

άγραφος -η -ο [áγrafos] & άγραφτος -η -ο [áγraftos] Ε5 : 1.που δεν έχει γραφτεί, που δεν υπάρχει ή δεν έχει διατυπωθεί σε γραπτή μορφή: H εργασία / η μελέτη είναι άγραφτη ακόμα. H αληθινή ιστορία του εμφυλίου πολέμου παραμένει άγραφτη ακόμα. Πολλές γλώσσες έμειναν επί αιώνες άγραφες και κάποτε πήραν τη γραπτή τους μορφή. 2. που δεν έχει χρησιμοποιηθεί για γράψιμο, που πάνω του δεν έχει γραφτεί τίποτε. ANT γραμμένος: Άγραφο χαρτί. Άγραφη κόλα / σελίδα. || Άγραφη κασέτα / μαγνητοταινία / δισκέτα. 3. (για δίκαιο, νόμους, κανόνες κτλ.) που δεν έχει διατυπωθεί γραπτώς ή που δεν έχει νομοθετηθεί, αλλά πηγάζει από έθιμα, ηθικούς κανόνες κτλ.: Άγραφοι νόμοι / κανόνες. Άγραφο δίκαιο. H συμπεριφορά τους καθορίζεται από τους άγραφους κοινωνικούς κώδικες της φυλής. ΦΡ (αυτό) είναι από τ΄ άγραφα, για κτ. εντελώς αναπάντεχο, απροσδόκητο, πρωτοφανές ή παράδοξο. 4. που δεν τον έχουν εγγράψει σε κατάλογο: Xάσαμε την προθεσμία εγγραφής και το παιδί έμεινε άγραφτο.

[αρχ. ἄγραφος· αρχ. ἄγραπτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

αθλητικογράφος ο [aθlitikoγráfos] Ο18 θηλ. αθλητικογράφος [aθlitikoγráfos] Ο35 : δημοσιογράφος ειδικός σε αθλητικά θέματα που αρθρογραφεί σε εφημερίδα ή σε περιοδικό· αθλητικός συντάκτης.

[λόγ. αθλητικ(ά) -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ακατάγραφτος -η -ο [akatáγraftos] & ακατάγραφος -η -ο [akatáγrafos] Ε5 : που δεν τον έχουν καταγράψει, που δεν είναι καταγραμμένος. 1. που δεν έχει καταχωριστεί σε ειδικό κατάλογο ή που δεν είναι σημειωμένος σε ενδεικτικό πίνακα: Aκατάγραφτα χειρόγραφα. 2. για κτ. που δεν το έχουν διαφυλάξει, που δεν το έχουν διατηρήσει γραπτά: Πολύτιμες μαρτυρίες απλών ανθρώπων έχουν μείνει ακατάγραφτες. ακατάγραφτα & ακατάγραφα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 καταγραπ- (καταγράφω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · λόγ. α- 1 καταγράφ(ω) -ος]

ανεμογράφος ο [anemoγráfos] Ο18 : (μετεωρ.) όργανο που καταγράφει αυτόματα τη μεταβολή της ταχύτητας και της κατεύθυνσης του ανέμου.

[λόγ. ανεμο-1 + -γράφος 2]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...14   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες