Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %γειος
2 εγγραφές [1 - 2]
έγγειος -α / -ος -ο [éngios] Ε15 : (λόγ.) που αναφέρεται στη γη (στο έδαφος): ~ ιδιοκτησία / πρόσοδος. Έγγειες βελτιώσεις, κάθε είδους επεμβάσεις στη φυσική διαμόρφωση του εδάφους, με τις οποίες επιδιώκεται η παραγωγικότερη εκμετάλλευσή του (π.χ. άρδευση, αποξήρανση ελών κτλ.)· (πρβ. εγγειοβελτιωτικά έργα): Οργανισμός Εγγείων Bελτιώσεων. Έγγειοι φόροι, που επιβάλλονται σε κπ. για τα έσοδα που αποκομίζει από την καλλιέργεια της γης.

[λόγ. < αρχ. ἔγγειος `της γης, κτηματική περιουσία΄ & σημδ. γαλλ. foncier]

υδρόγειος -ος / -α -ο [iδrójios] Ε15 : ~ σφαίρα, και ως ουσ. η υδρόγειος, η γη: Tαξίδεψε σ΄ όλη την υδρόγειο. || μικρό ομοίωμα της γης που χρησιμοποιείται ως εποπτικό μέσο: Έψαχνε στην υδρόγειο να βρει την Ελλάδα.

[λόγ. υδρο- + -γειος, σφαλερή δημιουργία μτφρδ. παλ. γαλλ. terraqué]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες