Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %βαρής
7 εγγραφές [1 - 7]
αβαρής -ής -ές [avarís] Ε10 : που δεν έχει καθόλου ή πολύ βάρος, άβαρος.

[λόγ. < αρχ. ἀβαρής]

αμφοτεροβαρής -ής -ές [amfoterovarís] Ε10 : (λόγ.) για σύμβαση, σχέση κτλ. μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων η οποία επιβαρύνει το ίδιο και τα δύο μέρη. ANT ετεροβαρής: ~ σύμβαση. αμφοτεροβαρώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αμφότερ(οι) -ο- + βάρ(ος) -ής· λόγ. αμφοτεροβαρ(ής) -ώς]

ανισοβαρής -ής -ές [anisovarís] Ε10 & ανισόβαρος -η -ο [anisóvaros] Ε5 : ANT ισοβαρής. 1. που τα μέρη του δεν έχουν μεταξύ τους το ίδιο βάρος: ~ κατανομή ενός φορτίου. 2. (μτφ.) που τα μέρη του δεν έχουν μεταξύ τους την ίδια βαρύτητα, σημασία: ~ σύμβαση. ανισοβαρώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀνισοβαρής· λόγ. ανισοβαρ(ής) μεταπλ. -ος κατά τα άλλα επίθ. για προσαρμ. στη δημοτ.· λόγ. ανισοβαρ(ής) -ώς]

ετεροβαρής -ής -ές [eterovarís] Ε10 : για σύμβαση, σχέση κτλ. μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων που με βάση αυτή, η μία πλευρά βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. ANT αμφοτεροβαρής. ετεροβαρώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσν. ετεροβαρής < ετερο- + βάρ(ος) -ής· λόγ. ετεροβαρ(ής) -ώς]

ισοβαρής -ής -ές [isovarís] Ε10 : α. που έχει το ίδιο βάρος με κπ. άλλον· ισόβαρος. β. (ειδ. χημ.) ισοβαρή στοιχεία, που έχουν το ίδιο ατομικό βάρος, αλλά διαφορετικό ατομικό αριθμό (στο περιοδικό σύστημα κατάταξης). || (φυσ.) ισοβαρείς καμπύλες, καμπύλες διαγράμματος οι οποίες ενώνουν σημεία με ίση πίεση. || (μετεωρ.) ισοβαρείς καμπύλες, καμπύλες μετεωρολογικού χάρτη οι οποίες ενώνουν τόπους με την ίδια βαρομετρική πίεση.

[λόγ.: α: αρχ. ἰσοβαρής· β: διεθ. isobar (στη νέα σημ.) < αρχ. ἰσοβαρής]

λιποβαρής -ής -ές [lipovarís] Ε10 : που του λείπει κτ. από το κανονικό του βάρος, λειψός· λιπόβαρος: Λιποβαρή σταθμά.

[λόγ. λιπο- 1 + βάρ(ος) -ής]

Φλεβάρης ο [fleváris] Ο11 : (λαϊκότρ., προφ.) Φεβρουάριος: H πρώτη του Φλεβάρη. Στα τέλη του Φλεβάρη. ΠAΡ Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, για να δηλώσουμε ότι τα κρύα του Φεβρουαρίου είναι τα τελευταία του χειμώνα.

[μσν. Φλεβάρης < *Φεβλάρης (μετάθ. του [l] ) < *Φεβράρης (ανομ. υγρών [r-r > l-r] ) < ελνστ. *Φεβράριος (αποφυγή της χασμ.) < υστλατ. Febrari(us) -ος (< λατ. Februarius)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες