Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αρχος%
53 εγγραφές [1 - 10]
-αρχος [arxos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το πρόσωπο που ασκεί την εξουσία στο τμήμα του κράτους που δηλώνει το α' συνθετικό: δήμ~. || το πρόσωπο που ασκεί την εξουσία στο τμήμα του κράτους που δηλώνει το αντίστοιχο θηλυκό σε -αρχία1II1: έξ~, έπ~. 2. το πρόσωπο που ασκεί την εξουσία στο στρατιωτικό τμήμα που δηλώνει ή υπονοεί το α' συνθετικό: ίλ~, μοίρ~, ναύ~, σμήν~, στόλ~. || το πρόσωπο που δηλώνει το αντίστοιχο σύνθετο σε -αρχία1II2: μέρ~, ταξί~. 3. δημόσιο λειτουργό που προΐσταται στην υπηρεσία που υπονοεί το α' συνθετικό: ληξί~.

[λόγ. < αρχ. -αρχος (< ἄρχ(ω) -ος) ως β' συνθ. για δήλωση στρατιωτικών ή πολιτικών αξιωματούχων: αρχ. ἑκατόντ-αρχος, χιλί-αρχος, γυμνασί-αρχος `επόπτης γυμναστηρίου΄]

άναρχος -η -ο [ánarxos] Ε5 : 1.που δεν έχει αρχή και συνεπώς υπήρχε πάντα: Ο Θεός είναι δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. H άναρχη ύλη. 2. που δε γίνεται με βάση ορισμένες αρχές, δηλαδή κανόνες, όρους κτλ.: Άναρχη οικονομική ανάπτυξη. Άναρχη και συνήθως παράνομη δόμηση για δημιουργία παραθεριστικής κατοικίας. άναρχα ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 2.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄναρχος· 2: κατά τη σημ. της λ. αρχήΙΙ]

αναρχοσυνδικαλισμός ο [anarxosinδikalizmós] Ο17 : συνδικαλισμός με έντονη επιρροή της αναρχικής ιδεολογίας τόσο στους στόχους όσο και στα μέσα που χρησιμοποιεί.

[λόγ. < γαλλ. anarcho-syndicalisme (anarcho- < anarchi sme = αναρχισμός, -isme = -ισμός)]

αναρχοσυνδικαλιστής ο [anarxosinδikalistís] Ο7 : συνδικαλιστής οπαδός του αναρχοσυνδικαλισμού.

[λόγ. < γαλλ. anarcho-syndicaliste (anarcho- < anarchisme = αναρχισμός, -iste = -ιστής)]

ανθυπίλαρχος ο [anθipílarxos] Ο20α : (στρατ.) αξιωματικός του όπλου των τεθωρακισμένων (ή παλαιότερα του ιππικού), του οποίου ο βαθμός αντιστοιχεί προς το βαθμό του ανθυπολοχαγού του πεζικού.

[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υπίλαρχος]

ανθυπομοίραρχος ο [anθipomírarxos] Ο20α : (παλαιότ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον ανθυπασπιστή και κατώτερος από τον υπομοίραρχο, αντίστοιχος με τον ανθυπολοχαγό του στρατού ξηράς.

[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υπομοίραρχος]

ανθυποπλοίαρχος ο [anθipoplíarxos] Ο20α : α.(στρατ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, ανώτερος από το σημαιοφόρο και κατώτερος από τον υποπλοίαρχο, αντίστοιχος με τον υπολοχαγό του στρατού ξηράς. β. ο γ' πλοίαρχος στο εμπορικό ναυτικό.

[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υποπλοίαρχος]

αντιδήμαρχος ο [andiδímarxos] Ο19 θηλ. αντιδήμαρχος [andiδímarxos] Ο36 : μέλος του δημοτικού συμβουλίου που στην ιεραρχία βρίσκεται αμέσως μετά το δήμαρχο και έχει την εποπτεία ενός συγκεκριμένου τομέα: Ο ~ για την καθαριότητα / για τα πάρκα.

[λόγ. αντι- δήμαρχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αντιναύαρχος ο [andinávarxos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, αμέσως ανώτερος από τον υποναύαρχο, αντίστοιχος του αντιστρατήγου στο στρατό ξηράς: Διακριτικά / σήμα / διαταγές του αντιναυάρχου.

[λόγ. αντι- ναύαρχος μτφρδ. γαλλ. vice-amiral ή αγγλ. vice admiral]

αντιπλοίαρχος ο [andiplíarxos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, ανώτερος από τον πλωτάρχη και κατώτερος από τον πλοίαρχο, αντίστοιχος με τον αντισυνταγματάρχη του στρατού ξηράς.

[λόγ. αντι- πλοίαρχος κατά το αντιναύαρχος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες