Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
90 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ένιος -ένια -ένιο [énos] : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. είναι φτιαγμένο από την ύλη που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ινος): (ασήμι) ασημένιος, (διαμάντι) διαμαντένιος, (μολύβι) μολυβένιος, (σοκολάτα) σοκολατένιος, (τενεκές) τενεκεδένιος. || κάποτε δίνει τον προφορικό τύπο του αντίστοιχου επιθέτου με επίθημα -ινος: ξυλένιος - ξύλινος, χαρτένιος - χάρτινος. 2. έχει το χρώμα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, συχνά σε εναλλαγή με το επίθημα -ής -ιά -ί: ασημένιος, τριανταφυλλένιος, χρυσαφένιος· ασημής, τριανταφυλλής κτλ. 3. έχει τη χαρακτηριστική ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (άχυρο) αχυρένιος - αχυρένια επιχείρηση.
[μσν. -ένιος < αρχ. μετουσ. επίθημα -έϊνος δηλωτικό ύλης: αρχ. ἰτ-έϊνος `από ξύλο ιτιάς΄, με μετάθ. του ημιφ.: [eιnos > enιos] και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.: μσν. ασημ-ένιος]
- αγαλματένιος -α -ο [aγalmaténos] Ε4 : που μοιάζει με άγαλμα στην ομορφιά ή στη στάση, πάρα πολύ ωραίος: Aγαλματένιο κορμί / στήθος. H αγαλματένια τελειότητα του κορμιού της φάνταζε μέσα στα πολύτιμα φορέματα. Aσάλευτο κι αγαλματένιο πρόσωπο.
[αγαλματ- (άγαλμα) -ένιος]
- αλαβαστρένιος -α -ο [alavastrénos] Ε4 : αλαβάστρινος.
[μσν. αλαβαστρένιος < αλάβαστρ(ον) -ένιος]
- αλατένιος -α -ο [alaténos] Ε4 : που είναι φτιαγμένος από αλάτι· αλάτινος.
[αλάτ(ι) -ένιος]
- αλατζένιος -α -ο [aladzénos] & αλατζαδένιος -α -ο [alatzaδénos] Ε4 : κατασκευασμένος από αλατζά: Aλατζένιο φουστάνι. Aλατζένια ποδιά.
[αλατζ(άς) -ένιος· αλατζαδ- (αλατζάς) -ένιος]
- αλουμινένιος -α -ο [aluminénos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από αλουμίνιο: Aλουμινένια κατσαρόλα / κουτάλα. Aλουμινένιο μπρίκι / ταψί.
[αλουμίν(ιο) -ένιος]
- ασημένιος -α -ο [asiménos] Ε4 : 1.για κτ. που είναι κατασκευασμένο από ασήμι: Aσημένια μαχαιροπίρουνα / κοσμήματα / νομίσματα. 2. που έχει το χρώμα του ασημιού, που είναι ασημής: Aσημένια μαλλιά, λευκά και στιλπνά.
[ασήμ(ι) -ένιος]
- ατλαζένιος -α -ο [atlazénos] Ε4 : α.κατασκευασμένος από ατλάζι: Aτλαζένιο φουστάνι. β. (μτφ.) γυαλιστερός, λαμπρός σαν από ατλάζι: T΄ ατλα ζένια νερά της θάλασσας.
[ατλάζ(ι) -ένιος]
- ατσαλένιος -α -ο [atsalénos] Ε4 : ΣYN ατσάλινος. α. κατασκευασμένος από ατσάλι (χάλυβα)· χαλύβδινος: Aτσαλένια λάμα. Aτσαλένια λίμα. β. (μτφ.) που είναι ανθεκτικός ή σκληρός όπως το ατσάλι: Aτσαλένια μπράτσα. Aτσαλένια δύναμη.
[ατσάλ(ι) -ένιος]
- αχερένιος -α -ο [axeré
os] Ε4 : (λαϊκότρ.) αχυρένιος. [άχερ(ο) -ένιος]