Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %άγρα
7 εγγραφές [1 - 7]
άγρα η [áγra] Ο25α : (λόγ.) επίμονη αναζήτηση, κυνήγι, κυρίως στην έκφραση προς άγραν: Προς άγραν πελατών. (ειδικότ.) προς άγραν ψήφων, για ψηφοθηρία: Οι πολιτευτές / υποψήφιοι περιοδεύουν τις πόλεις και τα χωριά προς άγραν ψήφων.

[λόγ. < αρχ. ἄγρα `κυνήγι ζώων΄]

δοντάγρα η [δondáγra] Ο25 : οδοντιατρικό εργαλείο, είδος τανάλιας, που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή των χαλασμένων δοντιών· οδοντάγρα.

[μσν. δοντάγρα < αρχ. ὀδοντάγρα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

οδοντάγρα η [oδondáγra] Ο25 : οδοντιατρικό εργαλείο, είδος τανάλιας, που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή των χαλασμένων δοντιών.

[λόγ. < αρχ. ὀδοντάγρα]

πελάγρα η [peláγra] Ο25 : (ιατρ.) νόσος που χαρακτηρίζεται από ερύθημα και νευρικά φαινόμενα, τα οποία με την πάροδο του χρόνου επιτείνονται και απειλούν σοβαρά τη ζωή του ασθενούς.

[λόγ. < ιταλ. pellagra]

ποδάγρα η [poδáγra] Ο25 : χρόνια πάθηση, που προσβάλλει τις αρθρώσεις των ποδιών.

[λόγ. < ελνστ. ποδάγρα, αρχ. σημ.: `παγίδα για τα πόδια΄]

πυράγρα η [piráγra] Ο25 : (λόγ.) τσιμπίδα, μασιά.

[λόγ. < αρχ. πυράγρα]

ριζάγρα η [rizáγra] Ο25α : (ιατρ.) οδοντιατρικό εργαλείο για την εξαγωγή των ριζών των δοντιών.

[λόγ. < ελνστ. ῥιζάγρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες