Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ώση"
3 εγγραφές [1 - 3]
-ση [si] & -ηση [isi] & -ιση [isi] & -ωση 3 [osi] & -ξη [ksi] & -ψη [psi], ανάλογα με το θέμα της λέξης από την οποία παράγεται : επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει ενέργεια σχετική με αυτό που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται ή σπανιότερα και το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας: (διαπομπεύω) διαπόμπευση, (καλυτερεύω) καλυτέρευση, (δηλητηριάζω) δηλητηρίαση, (καυτηριάζω) καυτηρίαση· (πεζοδρομώ) πεζοδρόμηση, (πραγματοποιώ) πραγματοποίηση· (αιχμαλωτί ζω) αιχμαλώτιση, (εξασφαλίζω) εξασφάλιση, (βυθίζω) βύθιση, (γεμί ζω) γέμιση· (εκδηλώνω) εκδήλωση, (ελαττώνω) ελάττωση, (κορυφώ νω) κορύφωση, (μεταμορφώνω) μεταμόρφωση· (ανατινάζω) ανατίνα ξη, (δια ταράσσω) διατάραξη· (κόβω) κόψη. || χωρίς να υπάρχει ή να είναι συχνό το αντίστοι χο ρήμα: οδόστρω ση, εκχωμάτωση, ορθομαρμάρωση, ποσόστωση. || σπάνια σε συγκεκριμέ να ουσιαστικά: επίπλωση.

[αρχ., ιδιαίτερα κοινό, μεταρ. επίθημα -σις, -ξις (σε θ. με υπερ. σύμφ.), -ψις (σε θ. με χειλ. σύμφ.) παραγωγικό αφηρ. και δραστικών θηλ. ουσ., που δήλωνε συνήθ. τη ρηματ. ενέργεια, ενώ στα νεοελλ. δηλώνει και το αποτέλεσμα (σύγκρ. -μα 2): αρχ. ἑστία-σις < ἑστια- (ἑστιῶ), βά-σις `βάδισμα΄, ελνστ. σημ.: `χώρος βαδίσματος, βάση, βάθρο΄ < βα- (βαίνω), αρχ. δέη-σις < δεη- (δέομαι), τείχι-σις `χτίσιμο τείχους΄ < τειχίζω, δήλω-σις < δηλω- (δηλῶ), δίωξις (κ-σ) < διώ κω, σκέψις (π-σ) < σκέπτομαι, μσν. μεταπλ. -σις > -ση κατά τα αρχ. θηλ. σε με βάση την ομόηχη αιτ.: -ιν - -ην, π.χ. κόρη, αιτ. κόρην και νέα ονομ. -ση: μσν. λύπη-σις, αιτ. λύπη-σιν > ονομ. λύπη-ση]

-ωση 1 [osi] : (ιατρ.) επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών κυρίως για την απόδοση στη νέα ελληνική ξένων ιατρικών όρων· δηλώνει παθολογική κατάσταση, ασθένεια: 1. μυκήτωση, βακίλωση, αμοιβάδωση, τοξοπλάσμωση, δοθιήνωση, λειχήνωση, φλυκταίνωση, εκτεταμένη παρουσία μυκήτων, βακίλων κτλ. 2. παρουσιάζει ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία ή εμφανίζεται σε συγκεκριμένο σημείο του σώματος: αβιταμίνωση, λίπωση, νεύρωση, οστεοπόρωση. || αδενοσκλήρωση, αορτοστένωση, αρτηριοσκλήρωση, σπονδύλωση.

[λόγ. < αρχ. επίθημα αφηρ. μεταρ. θηλ. -ω(σις) -ση (δες λ.) (< -σις σε ρ. σε -όω: αρχ. δήλ-ω-σις) και εξειδίκευση σε ιατρικούς όρους: αρχ. πώρ-ωσις, ελνστ. συνάρθρ-ωσις & διεθ. -ose < λατ. -osis < αρχ. -ωσις: αβιταμίν-ωσις < γαλλ. avitaminose, νεύρ-ωσις < γαλλ. névrose]

-ωση 2 : (λόγ., επιστ.) επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών. 1. δηλώνει διαδικασία ή ειδική τεχνική με την οποία το αντικείμενο του ρήματος της πρότασης αποκτά τις ιδιότητες αυτού που συνε πάγεται το θέμα της λέξης: γαλβάνωση, κρυστάλλωση, πλατίνωση· οξυγόνωση, υδρογόνωση. 2. σε λέξεις που δηλώνουν την αφαίρεση αυτού που εκφράζει το θέμα: αποβουτύρωση, αφαλάτωση. 3. σε λέξεις που δηλώνουν την κάλυψη με το υλικό που εκφράζει το θέμα, συχνά σε αντιστοιχία με ρήμα σε -ώνω: επιμετάλλωση, επιχρύσωση, επιχρωμάτωση.

[λόγ. < αρχ. επίθημα αφηρ. μεταρ. θηλ. -ω(σις) -ση (δες λ.) (< -σις σε ρ. σε -όω: αρχ. δήλ-ω-σις): ελνστ. ἀσφάλτ-ωσις & απόδ. νλατ. -atio: κρυστάλλ-ωσις < γαλλ. cristallisation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες