Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ώροφος -η -ο [órofos] : το ουσ. όροφος ως β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· χαρακτηρίζει την προσδιοριζόμενη κατασκευή από τον αριθμό των ορόφων που εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που υπάρχει συνήθ. ως α' συνθετικό: εξα~, επτα~, οκτα~, μον~, πεντα~, τετρα~. || πολυ~.
[λόγ. < αρχ. -ώροφος θ. του ουσ. ὄροφ(ος) -ος ως β' συνθ.: αρχ. τρι-ώροφος, τε τρ-ώροφος, ελνστ. τετρα-ώροφος]