Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ώροφος"
1 εγγραφή
-ώροφος -η -ο [órofos] : το ουσ. όροφος ως β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· χαρακτηρίζει την προσδιοριζόμενη κατασκευή από τον αριθμό των ορόφων που εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που υπάρχει συνήθ. ως α' συνθετικό: εξα~, επτα~, οκτα~, μον~, πεντα~, τετρα~. || πολυ~.

[λόγ. < αρχ. -ώροφος θ. του ουσ. ὄροφ(ος) -ος ως β' συνθ.: αρχ. τρι-ώροφος, τε τρ-ώροφος, ελνστ. τετρα-ώροφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες