Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ώνας"
1 εγγραφή
-ώνας [ónas] & -ιώνας [(ió)nas] & -εώνας [eónas] : επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει τόπο κατάλληλο γι΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή τόπο γεμάτο από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: α. (αμπέλι) αμπελώνας, (αμυγδα λιά) αμυγδαλεώνας, (άχυρο) αχυρώνας, (δάφνη) δαφνώνας, (καλάμι) καλαμιώνας, (κυπαρίσσι) κυπαρισσώνας, (περιστέρι) περιστεριώνας, (πεύ κο) πευκώνας, (πορτοκαλιά) πορτοκαλεώνας. β. σε παραγωγή από το λόγιο τύπο της πρωτότυπης λέξης: (ελαία) ελαιώνας, (όρνιθα) ορνιθώνας, (όρυζα) ορυζώνας.

[-ώνας: αρχ. & λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα -ών, αιτ. -ῶνα δηλωτικό τοπωνυμίων, χώρων του σπιτιού, φυτεμένων χώρων: αρχ. ἀνδρ-ών `αντρικά διαμερίσματα΄, ελνστ. ὀρνιθ-ών, ἐλαι-ών· -ιώνας: αρχ. επίθημα -εών, αιτ. -εῶνα, επεκταμένη μορφή του -ών, με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. > -ιώνας: μσν. καλαμ-ιώνας < ελνστ. καλαμ-εών· λόγ. < αρχ. επίθημα -εών, αιτ. -εῶνα: ἀνδρ-εών `αντρικά διαμερίσματα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες