Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ώ"
45 εγγραφές [1 - 10]
-αμάρα [amára] & -μάρα [mára] & -ομάρα [omára] & -ωμάρα [omára] : (συχνά προφ., οικ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει συμπεριφορά, κατάσταση, ιδιότητα κτλ. σχετική με αυτό που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -άρα 2)· παραγωγή: 1. από επίθετα: (κουτός) κουταμάρα, (σαχλός) σαχλαμάρα, (χαζός) χαζαμάρα και χαζομάρα. 2. από επίθετα ή ρήματα (και ρηματικά παράγωγα) παράγωγα από επίθετα: (βουβός - βουβαίνω) βουβαμάρα, (κουτσός - κουτσαίνω) κουτσαμάρα, (κουφός - κουφαίνω) κουφαμάρα, (μουγγός - μουγγαίνω) μουγγαμάρα, (τρελός - τρελαίνω) τρελαμάρα· (στραβός - στραβώνω) στραβωμάρα. 3. από ρήματα: (φαγώνομαι) φαγωμάρα, (λιγώνομαι) λιγωμάρα· (βαριεστώ) βαριεστημάρα, (σκοτίζω) σκοτισμάρα.

[< μεταρ. ουσ. σε -μός, -μα με προσθήκη του μεγεθ. -άρα: βαρεμ(ός) > βαρεμ-άρα και με βάση ουσ. με θ. σε -α-, -ω-: βουβ-α-μός > βουβ-αμάρα, φάγ-ω-μα > φαγ-ωμάρα, επέκτ. σε ουσ. και επίθ. με διαφ. θ.: κουτ-ός > κουτ-αμάρα, χαζ-ός > χαζ-ομάρα]

-ιώτης [iótis] θηλ. -ιώτισσα [iótisa] & -ώτης [ótis] θηλ. -ώτισσα [ótisa] : επίθημα για το σχηματισμό: 1. πατριδωνυμικών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα περιοχών ή πόλεων· (πρβ. -ινός θηλ. -ινή, -αίος θηλ. -αία, -ιος θηλ. -ια): (Bόλος) Bολιώτης - Bολιώτισσα, (Σούλι) Σουλιώτης - Σουλιώτισσα, (Ήπειρος) Hπειρώτης - Hπειρώτισσα, (Ρούμελη) Ρουμελιώτης - Ρουμελιώτισσα, (Xαλκίδα) Xαλκιδιώτης - Xαλκιδιώτισσα. 2. επίθημα επωνύμων. 3. ουσιαστικών που δηλώνουν το πρόσωπο που ανήκει ή προέρχεται από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή έχει τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες που αυτή συνεπάγεται: (επαρχία) επαρχιώτης - επαρχιώτισσα, (θίασος) θιασώτης, (νησί) νησιώτης - νησιώτισσα, (πανηγύρι) πανηγυριώτης - πανηγυριώτισσα.

[-ώτης: αρχ. μετουσ. επίθημα -ώτης δηλωτικό ανθρώπου που βρίσκεται μέσα σε κάποιο χώρο, και επίσης πατριδων.: αρχ. δεσμ-ώτης (< δεσμ-ός), Ἠπειρ-ώτης (< Ἤπειρ-ος), στρατι-ώτης (< στρατ-ιά), Σικελι-ώτης (< Σικελ-ία)· -ιώτης: ελνστ. -ιώτης (< αρχ. -ώτης σε λ. που το θέμα τους έληγε σε -ι-, π.χ. αρχ. στρατι-ώτης, Σικελι-ώτης): ελνστ. Παρπαρ-ιώτης (< Πάρπαρ-ος `βουνό στην Aργολίδα΄)· -ιώτ(ης), -ώτ(ης) -ισσα]

-ιώτικο [tiko] & -ώτικο [ótiko] : (οικ.) επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών· δηλώνει την οικογένεια ή το σπίτι, τη συνοικία ή το συνοικισμό όπου κατοικεί το πρόσωπο που δίνει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -αίικο, -άδικο 1): (Aγραφιώτης) Aγραφιώτικο. || τα Hπειρώτικα.

[-ιώτ(ης), -ώτ(ης) -ικο, ουδ. του -ικος]

-μα 2 & -αμα [ama] & -εμα [ema] & -ημα 2 [ima] & -ωμα 2 [oma] & -σμα [zma] & -γμα [γma] & -μμα [ma] ανάλογα με το θέμα του ρήματος από το οποίο παράγεται : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών· δηλώνει συνήθ. ενέργεια ή αποτέλεσμα που έχει σχέση με αυτό που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται· (πρβ. -ισμα): (αποταμιεύω) αποταμίευμα, (δημοσιεύω) δημοσίευμα, (νοθεύω) νόθευμα, (αγριεύω) αγρίεμα, (κλαδεύω) κλάδεμα, (μαζεύω) μάζεμα, (νταντεύω) ντάντεμα, (ψαρεύω) ψάρεμα, (αμπαλάρω - αμπαλάρισα) αμπαλάρισμα· (γλυκαίνω - γλύκανα) γλύκα μα, (ζεσταίνω) ζέσταμα, (πικραίνω) πίκραμα· (βαρώ) βάρεμα· (κελαηδώ - κελάηδησα) κελάηδημα, (κουβαλώ) κουβάλημα, (κυνηγώ) κυνήγημα, (μιλώ) μίλημα, (οδηγώ) οδήγημα, (ολισθαίνω) ολίσθημα, (αγκυροβολώ) αγκυροβόλημα, (μοσχοβολώ) μοσχοβόλημα, (δωροδοκώ) δωροδόκημα, (λειτουργώ) λειτούργημα· (βιδώνω - βίδωσα) βίδωμα, (διορθώνω) διόρθωμα, (ξαλαφρώνω) ξαλάφρωμα, (ξανανιώνω) ξανάνιωμα· (ανεβάζω - ανέβασα) ανέβασμα, (διαβάζω) διάβασμα, (διπλασιάζω) διπλασίασμα, (ξαφνιάζω) ξάφνιασμα· (αγγίζω - άγγιξα) άγγιγμα, (διαλέγω - διάλεξα) διάλεγμα, (τυλίγω - τύλιξα) τύλιγμα, (ρουφώ - ρούφη ξα) ρούφηγμα, (ανταλλάσσω) αντάλλαγμα· (γράφω) γράμμα, (τρίβω) τρίμμα.

[αρχ., πολύ κοινό, μεταρ. επίθημα -μα παραγωγικό ανισοσύλλαβων ουδ. ουσ., που δήλωνε συνήθ. το αποτέλεσμα της ρηματ. ενέργειας, ενώ στα νεοελλ. δηλώνει συχνά την ίδια την ενέργεια (σύγκρ. -ση): αρχ. ἄγγελ-μα `μήνυ μα΄ < ἀγγέλ-λω, θέα-μα < θεα- (θεῶμαι), ελνστ. δέ-μα `δεσμός΄ < αρχ. δέω `δένω΄, αρχ. θέλη-μα `επιθυμία΄ < θελη- (θέλω), φίλη-μα < φιλη- (φιλῶ), & υποκατάσταση -ημα > -εμα: αρχ. φόρη-μα `φορτίο΄, ελνστ. σημ.: `φόρεμα΄ < αρχ. φορη- (φορῶ), ελνστ. φόρε-μα < ελνστ. φορε- (φορῶ), αρχ. ὀχύρω-μα `κάστρο΄ < ὀχυρω- (ὀχυρῶ), ελνστ. ἡμέρω-μα `καλλιεργημένο φυτό΄ < αρχ. ἡμερω- (ἡμερῶ), αρχ. γνώρισ-μα < γνωρισ- (γνωρίζω), ελνστ. βάπτισ-μα < βαπτισ- (βαπτίζω), αρχ. ἄλλαγ-μα `αντάλλαγμα΄, ελνστ. σημ.: `ανταλλαγή΄ < ἀλλακ- (ἀλλάσσω), αρχ. γράμ-μα < γράφω (αφομ. που δε συμβαίνει πια στη νεοελλ.), μσν. κοίταγ-μα `η ενέργεια του κοιτάζω΄ < κοιτακ- (κοιτάζω), νεοελλ. ημέρω-μα `η ενέργεια του ημερώνω΄]

-μένος 1 -μένη -μένο [ménos] & -αμένος -αμένη -αμένο [aménos] & -εμένος -εμένη -εμένο [eménos] & -ημένος 1 -ημένη -ημένο [iménos] & -ωμένος 1 -ωμένη -ωμένο [oménos] & -σμένος 1 -σμένη -σμένο [zménos] & -ισμένος -ισμένη -ισμένο [izménos] & -γμένος -γμένη -γμένο [γménos] & -μμένος 1 -μμένη -μμένο [ménos] ανάλογα με το θέμα του παθητικού αορίστου με βάση το οποίο κυρίως σχηματίζεται : κατάληξη μετοχής παθητικού παρακειμένου (ή αλλιώς παθητικής μετοχής) συνήθ. με επιθετική λειτουργία· λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός, ως κατηγορούμενο, με ουσιαστικοποιημένη χρήση ή χρησιμοποιείται στο σχηματισμό περιφραστικής συζυγίας. 1. δηλώνει πράξη που έχει συντελεστεί στο χρόνο που φανερώνει το ρήμα της πρότασης στην οποία ανήκει: (δένω - δέθηκα) δεμένος, (λύνω - λύθηκα) λυμένος, (κρίνω - κρίθηκα) κριμένος, (γδέρνω - γδάρθηκα) γδαρμένος, (παίρνω - πάρθηκα) παρμένος, (αναπαύω - αναπαύτηκα) αναπαυμένος, (γοητεύω - γοητεύτηκα) γοητευμένος· (ζεσταίνω - ζεστάθηκα) ζεσταμένος· (μαγεύω - μαγεύτηκα) μαγεμέ νος, (λαθεύω - λαθεύτηκα) λαθεμένος· (αγαπώ - αγαπήθηκα) αγαπημένος, (καταχωρώ - καταχωρήθηκα) καταχωρημένος· (διορθώνω - διορθώθηκα) διορθωμένος· (απολυμαίνω - απολυμάνθηκα) απολυμασμένος· (σοκάρω - σοκαρίστηκα) σοκαρισμένος· (διώχνω - διώχτηκα) διωγμένος, (πλέκω - πλέχτηκα) πλεγμένος, (βρέχω - βρέχτηκα) βρεγμένος, (απαλλάσσω - απαλλάχτηκα) απαλλαγμένος· (επικαλύπτω - επικαλύφθηκα) επικαλυμμένος, (κρύβω - κρύφτηκα) κρυμμένος, (οξύνω - οξύνθηκα) οξυμμένος. || με ενεργητική ή παθητική σημασία κατά περίπτωση: διαβασμένος άνθρωπος - διαβασμένο βιβλίο, άνθρωπος που έχει διαβάσει πολλά βιβλία - βιβλίο που έχει διαβαστεί· έφυγε φαγωμένος - πίτα φαγωμένη, έφυγε αφού έφαγε, - πίτα που έχει φαγωθεί, που την έχουν φάει. 2. (από ρήματα ενεργητικής φωνής) δηλώνει συνήθ. κατάσταση (φυσική, σωματική ή ψυχική): (αηδιάζω - αηδίασα) αηδιασμένος, (βραχνιάζω - βράχνιασα), βραχνιασμένος (διψώ - δίψασα) διψασμένος, (αργοπορώ - αργοπόρησα) αργοπορημένος, που έχει αηδιάσει, βραχνιάσει, διψάσει, αργοπορήσει. || δηλώνει ενέργεια: καμαρωμένος, που καμαρώνει, καμαρωτός· παραπονεμένος, που εκφράζει παράπονο, παραπονιάρικος ή που έχει παράπονα, παραπονιάρης. 3. χαρακτηρίζει αυτόν που είναι άξιος να πάθει αυτό που εκφράζει το ρήμα: ζηλεμένος, που αξίζει να τον ζηλεύουν, ζηλευτός. 4. ισοδυναμεί με ευχή ή κατάρα: (ευλογήθη κα) ευλογημένος, (συγχωρέθηκα) συγχωρεμένος, μακάρι να ευλογηθεί, να συγχωρεθεί από το Θεό, να τον ευλογήσει, να τον συγχωρέσει ο Θεός. || μερικές φορές είναι σε χρήση μόνο ο τύπος της μετοχής: πολυχρονεμένος, μακάρι να ζήσει πολλά χρόνια· συφοριασμένος, μακάρι να τον βρουν συμφορές.

[αρχ. επίθημα μέσου και παθ. πρκ. -μένος: αρχ. χαρίζομαι (μέσο, ελνστ.: χαρίζω), μτχ. κεχαρισ-μένος, αρχ. δέρω `γδέρνω΄ - παθ. δέρομαι, μππ. δεδαρ-μένος και ελνστ. ή μσν. επέκτ. σε ενεργ. ρ.: αρχ. ἀρρωστῶ - μσν. μτχ. αρρωστη-μένος, καθώς και με βάση άλλους τύπους του ρ.: φαγ- (τρώω) ενεργ. μτχ. φαγ-ωμένος· επέκτ. του επιθήματος με βάση ρ. που το θέμα τους λήγει σε: -α-, -ε-, -η-, -ω-, -σ-, -γ-, -ν-]

-μός [mós] & -αμός [amós] & -εμός [emós] & -ημός [imós] & -ωμός [omós] & -γμός [γmós] & -σμός [zmós], ανάλογα με το θέμα του ρήματος από το οποίο παράγεται : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος από το οποίο παράγεται: (χάνω) χαμός, (δέρνω) δαρμός, (διασύρω) διασυρμός, (εμβολιάζω) εμβολιασμός, (εφοδιάζω) εφοδιασμός, (σχεδιάζω) σχεδιασμός, (διπλασιάζω) διπλασιασμός, (ενταφιάζω) ενταφιασμός, (ψεκάζω) ψεκασμός, (θηλάζω) θηλασμός, (θαυμάζω) θαυμασμός, (υπολογίζω) υπολογισμός, (στροβιλίζω) στροβιλισμός, (εντοπίζω) εντοπισμός, (κυματίζω) κυματισμός· (πεθαίνω) πεθαμός, (ξετρελαίνω) ξετρελαμός· (πηγαίνω) πηγεμός· (μετρώ) μετρημός· (λυτρώνω) λυτρωμός, (ξεσηκώνω) ξεσηκωμός, (σκοτώνω) σκοτωμός· (στενάζω) στεναγμός, (σπαράζω) σπαραγμός, (διστάζω) δισταγμός, (πνίγω) πνιγμός.

[αρχ. μεταρ. επίθημα -μός παραγωγικό αφηρ. αρσ. ουσ.: αρχ. παλ-μός < πάλλω, βλαστη-μός `παραβλάσταρο΄ < βλαστη- (βλαστάνω), ἑλιγ-μός < ἑλικ- (ἑλίσσω), λογισ-μός < λογισ- (λογίζομαι)]

-οντας [ondas], όταν το ρήμα ανήκει στην α' συζυγία & -ώντας [óndas], όταν το ρήμα ανήκει στη β' συζυγία : κατάληξη για το σχηματισμό άκλιτης μετοχής του ενεργητικού ενεστώτα· αναφέρεται συνήθ. στο υποκείμενο της πρότασης το οποίο προσδιορίζει τροπικά, χρονικά, αιτιολογικά, υποθετικά ή παραχωρητικά (επιδέχεται άρνηση με το μη): ακούγοντας, έχοντας, κάνοντας, τρώγοντας· θέλοντας και μη (θέλοντας)· αγαπώντας, μασώντας, ρωτώντας, τηλεφωνώντας, τραγουδώντας. || σχηματισμός μετοχής από αποθετικά ρήματα που έχουν και σπανιότερο ενεργητικό τύπο: (στέκομαι - στέκω) στέκοντας, (υπερασπίζομαι - υπερασπίζω) υπερασπίζοντας, (χαίρομαι - χαίρω) χαίροντας. || (λογοτ., προφ.) σχηματισμός μετοχής από αποθετικά ρήματα: (διηγούμαι) διηγώντας, (έρχομαι) έρχοντας, (κάθομαι) κάθοντας, (ονειρεύομαι) ονειρεύοντας, (συλλογιέμαι) συλλογιώντας, (φοβάμαι) φοβώντας.

[αρχ. μεε. -ων, αιτ. -οντα και -ῶν, αιτ. -ῶντα > μσν. -οντα, -ώντα: θέλοντα `με τη θέλησή του΄ (κατάλ. αρσ.): μσν. έχ-οντας με νεοελλ. επέκτ. και σε αποθ. ρ.: στέκ-οντας, διηγ-ώντας, κατά τα τρώγ-οντας, ρωτ-ώντας]

-ση [si] & -ηση [isi] & -ιση [isi] & -ωση 3 [osi] & -ξη [ksi] & -ψη [psi], ανάλογα με το θέμα της λέξης από την οποία παράγεται : επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει ενέργεια σχετική με αυτό που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται ή σπανιότερα και το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας: (διαπομπεύω) διαπόμπευση, (καλυτερεύω) καλυτέρευση, (δηλητηριάζω) δηλητηρίαση, (καυτηριάζω) καυτηρίαση· (πεζοδρομώ) πεζοδρόμηση, (πραγματοποιώ) πραγματοποίηση· (αιχμαλωτί ζω) αιχμαλώτιση, (εξασφαλίζω) εξασφάλιση, (βυθίζω) βύθιση, (γεμί ζω) γέμιση· (εκδηλώνω) εκδήλωση, (ελαττώνω) ελάττωση, (κορυφώ νω) κορύφωση, (μεταμορφώνω) μεταμόρφωση· (ανατινάζω) ανατίνα ξη, (δια ταράσσω) διατάραξη· (κόβω) κόψη. || χωρίς να υπάρχει ή να είναι συχνό το αντίστοι χο ρήμα: οδόστρω ση, εκχωμάτωση, ορθομαρμάρωση, ποσόστωση. || σπάνια σε συγκεκριμέ να ουσιαστικά: επίπλωση.

[αρχ., ιδιαίτερα κοινό, μεταρ. επίθημα -σις, -ξις (σε θ. με υπερ. σύμφ.), -ψις (σε θ. με χειλ. σύμφ.) παραγωγικό αφηρ. και δραστικών θηλ. ουσ., που δήλωνε συνήθ. τη ρηματ. ενέργεια, ενώ στα νεοελλ. δηλώνει και το αποτέλεσμα (σύγκρ. -μα 2): αρχ. ἑστία-σις < ἑστια- (ἑστιῶ), βά-σις `βάδισμα΄, ελνστ. σημ.: `χώρος βαδίσματος, βάση, βάθρο΄ < βα- (βαίνω), αρχ. δέη-σις < δεη- (δέομαι), τείχι-σις `χτίσιμο τείχους΄ < τειχίζω, δήλω-σις < δηλω- (δηλῶ), δίωξις (κ-σ) < διώ κω, σκέψις (π-σ) < σκέπτομαι, μσν. μεταπλ. -σις > -ση κατά τα αρχ. θηλ. σε με βάση την ομόηχη αιτ.: -ιν - -ην, π.χ. κόρη, αιτ. κόρην και νέα ονομ. -ση: μσν. λύπη-σις, αιτ. λύπη-σιν > ονομ. λύπη-ση]

-τής [tís] & -της [tis] & -ητής [itís] ή -ήτης [ítis] & -ωτής [otís] & -στής [stís] ή -στης [stis] & -ιστής 2 [istís] & -κτής [ktís] ή -κτης [ktis] & -πτης [ptis] & -φτης [ftis] & -χτής [xtís] ή -χτης [xtis] ανάλογα με το χαρακτήρα του αοριστικού θέματος του ρήματος από το οποίο παράγεται, θηλ. κυρίως -τρια*, τρα 1* στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων συνήθ. από ρήματα· δηλώνει: I1. γενικά το πρόσωπο που ενεργεί, που κάνει αυτό που εκφράζει η πρωτότυ πη λέξη: (κρίνω) κριτής, (ανιχνεύω) ανιχνευτής· (διώκω) διώκτης· (κατη χώ) κατηχητής, (συνομιλώ) συνομιλητής, (υποκινώ) υποκινητής, (φοιτώ) φοιτητής· (κυβερνώ) κυβερνήτης· (διαδηλώνω) διαδηλωτής, (διοργανώνω) διοργανωτής, (ελευθερώνω) ελευθερωτής, (θεμελιώνω) θεμελιωτής, (καταναλώνω) καταναλωτής· (εξετάζω) εξεταστής· (ψήνω) ψήστης· (ρυθμίζω) ρυθμιστής· (υποστηρίζω) υποστηρικτής· (παίζω) παίκτης· (κόβω) κόπτης· (κλέβω) κλέφτης· (βουτώ) βουτηχτής· (σφάζω) σφάχτης. 2. ειδικότερα δηλώνει πρόσωπο με επάγγελμα ή ιδιότητα σχετικά με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (διακοσμώ) διακοσμητής, (μεταφράζω) μεταφραστής, (εκφωνώ) εκφωνητής, (προπονώ) προπονητής, (πωλώ) πωλητής· (οραματίζομαι) οραματιστής, (συνδικαλίζομαι) συνδικαλιστής· (συντάσσω) συντάκτης, (χαράζω) χαράκτης, (χτίζω) χτίστης. II. όργανο, εργαλείο, συσκευή, αντικείμενο κτλ. κατάλληλο για την εργασία που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (δείχνω) δείκτης, (μετασχηματίζω) μετασχηματιστής, (μετρώ) μετρητής, (εκτυπώνω) εκτυπωτής, (πλά θω) πλάστης, (τρίβω) τρίφτης, (στύβω) στύφτης, (φράζω) φράχτης.

[αρχ. & λόγ. < αρχ., κοινό μεταρ. επίθημα -της, -τής παραγωγικό δραστικών ουσ.: αρχ. κρι-τής, κυβερνή-της, μισθω-τής, πολεμισ-τής (πολεμίζω < πόλεμος), ελνστ. χαράκ-της (χαράσσω), αρχ. κλέπ-της (κλέπτω), σπάν. μετον.: αρχ. τοξό-της, και σε υποκατάσταση του επιθήματος -τήρ: αρχ. τρυγη-τήρ > ελνστ. τρυγη-τής· -φτης: ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · -χτής: ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

-τικός -τική -τικό [tikós] & -ητικός -ητική -ητικό [itikós] & -ωτικός -ωτική -ωτικό [otikós] & -στικός -στική -στικό [stikós] & -ιστικός 2 -ιστική -ιστικό [istikós] θηλ. (οικ.) & -τικιά [tiá], -ητικιά [itiá], -ωτικιά [otiá], -στικιά [stiá], -ιστικιά [istiá], ανάλογα με το χαρακτήρα του αοριστικού θέματος του ρήματος από το οποίο παράγεται : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων συνήθ. από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη, είναι κατάλληλο γι΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (απαγορεύω) απαγορευτικός, (επιβαρύνω) επιβαρυντικός· (βοηθώ) βοηθητικός, (παρηγορώ) παρηγορητικός· (εκτυπώνω) εκτυπωτικός, (χαλαρώνω) χαλαρωτικός, (βεβαιώνω) βεβαιωτικός· (προβιβάζω) προβιβαστικός, (στεγάζω) στεγαστικός· (δροσίζω) δροσιστικός, (εξοργίζω) εξοργιστικός. || με ουσιαστικοποίηση ενός από τα τρία γένη του επιθέτου: ο δικαστικός· η διατακτική, προστακτική· το αποδεικτικό, δικαιολογητικό· ζυγιστικά.

[λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα -τικός (< -ικός σε λ. με θ. σε -τ-: αρχ. ὑπηρετ-ικός, ἀθλητ-ικός) παραγωγικό επιθ.: αρχ. βοηθη-τικός, ὑπνω-τικός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες