Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ύτατος -ύτατη -ύτατο [ítatos] : επίθημα για το σχηματισμό του μονολεκτικού απόλυτου υπερθετικού βαθμού των επιθέτων σε -ύς που σχηματίζουν παραθετικά· (πρβ. -ότατος, -έστατος): (βαρύς) βαρύτατος.
-ύτατα επίθημα για το σχηματισμό του μονολεκτικού απόλυτου υπερθετικού του αντίστοιχου επιρρήματος: (βαριά) βαρύτατα. [λόγ. < αρχ. επίθημα για το σχηματισμό υπερθετικού βαθμού -ύτατος: αρχ. βαρ-ύτατος]



