Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ύλος [ílos] : ατονημένο επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών: 1. υποκοριστικών με μειωτική σημασία: (Γραικός) Γραικύλος. 2. που δηλώνουν πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (βρόμα) βρομύλος.
[λόγ. < αρχ. επίθημα -ύλος με κυρίως ελνστ. υποκορ. σημ.: ελνστ. μικκ-ύλος `μικρούλης΄ & λατ. υποκορ. επίθημα -ulus: Γραι κ-ύλος < λατ. Graeculus]