Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ύλλιο"
1 εγγραφή
-ύλλιο [ílio] : λόγιο ατονημένο υποκοριστικό επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (άλσος) αλσύλλιο, (δάσος) δασύλλιο, (δένδρο) δενδρύλλιο. || με απώλεια της υποκοριστικής σημασίας: ειδύλλιο.

[λόγ. < αρχ. υποκορ. επίθημα -ύλλιον: αρχ. μειρακύλλιον `μικρό μειράκιο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες