Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ότητα"
1 εγγραφή
-ότητα [ótita] & -ύτητα [ítita] ανάλογα με το χαρακτήρα του θέματος της πρωτότυπης λέξης : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών. 1. (συνήθ. από επίθ.) δηλώνει ιδιότητα ή κατάσταση ανάλογη με αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: α. από επίθετα σε -ος / -ός: (αρμόδιος) αρμοδιότητα, (ηλίθιος) ηλιθιότητα, (εγκάρδιος) εγκαρδιότητα, (λιτός) λιτότητα, (σφαιρικός) σφαιρικότητα, (σφριγηλός) σφριγηλότητα. β. από επίθετα σε -ικός -ική -ικό: (αγγελικός) αγγελικότητα, (δουλικός) δουλικότητα, (ελληνικός) ελληνικότητα, (πνευματικός) πνευματικότητα, (σατανικός) σατανικότητα. γ. από επίθετα σε -ύς -εία -ύ: (βραδύς) βραδύτητα, (γλυκύς) γλυκύτητα, (δριμύς) δριμύτητα, (ταχύς) ταχύτητα. || από επίθετα σε -ύς -ιά -ύ: (βαθύς) βαθύτητα. δ. από ουσιαστι κά που συνήθ. δηλώνουν ιδιότητα: (θεός) θεότητα, (μητέρα) μητρότητα, (πατέρας) πατρότητα, (ποιόν) ποιότητα, (ποσόν) ποσότητα. 2. (από ουσιαστικά) δηλώνει σύνολο προσώπων που χαρακτηρίζονται από την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (άνθρωπος) ανθρωπότητα.

[λόγ. < αρχ. -της, αιτ. -τητα κυρ. μετεπιθ. επίθημα παραγωγικό αφηρημένων θηλ. ουσ. με βάση επίθ. με θέμα σε -ο: αρχ. ἀνδρεῖο-ς > ἀνδρειό-της, ελνστ. δόλιο-ς > δολιό-της, σπάν. με θ. σε -υ: αρχ. βαρύ-ς > βαρύ-της και επέκτ. σε -ότης, -ύτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες