Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -όνι [óni] : ατονημένο υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: κλεφτρόνι, πρεζόνι, στριφόνι.
[ιταλ. μεγεθ. επίθημα -on(e) με προσθ. του -ι που έχει συχνά υποκορ. σημ. και ειδικά με βάση το ζευγάρι κασ-όνι (< ιταλ. cassone `μεγάλη κάσα΄) - κάσ-α]