Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-όνι"
1 εγγραφή
-όνι [óni] : ατονημένο υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: κλεφτρόνι, πρεζόνι, στριφόνι.

[ιταλ. μεγεθ. επίθημα -on(e) με προσθ. του που έχει συχνά υποκορ. σημ. και ειδικά με βάση το ζευγάρι κασ-όνι (< ιταλ. cassone `μεγάλη κάσα΄) - κάσ-α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες