Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -όλη [óli] : (χημ.) επίθημα οργανικών ενώσεων που υποδηλώνει την παρουσία μιας ή περισσότερων ομάδων αλκαλικού υδροξειδίου: αιθανόλη, αλκοόλη. || ανισόλη.
[λόγ. < διεθ. -ol (από την τελευταία συλλαβή της λ. alcohol = αλκοόλη) `που περιέχει υδροξείδιο΄ με σφαλερή ταύτιση προς το διεθ. -ole (< λατ. oleum `λάδι΄) `που δεν περιέχει υδροξείδιο΄]