Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-όλη"
1 εγγραφή
-όλη [óli] : (χημ.) επίθημα οργανικών ενώσεων που υποδηλώνει την παρουσία μιας ή περισσότερων ομάδων αλκαλικού υδροξειδίου: αιθανόλη, αλκοόλη. || ανισόλη.

[λόγ. < διεθ. -ol (από την τελευταία συλλαβή της λ. alcohol = αλκοόλη) `που περιέχει υδροξείδιο΄ με σφαλερή ταύτιση προς το διεθ. -ole (< λατ. oleum `λάδι΄) `που δεν περιέχει υδροξείδιο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες