Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -όζος -όζα -όζικο [ózos] : επίθημα για την απόδοση επιθέτων ξενικής προέλευσης· συνήθ. προσδιορίζει το πρόσωπο που έχει την ιδιότητα ή χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: γουστόζος, καπριτσιόζος, φουριόζος. || (ουσ.) μαφιόζος.
[ιταλ. κτητ. μετουσ. επίθημα -oso -ς: καπριτσι-όζος < ιταλ. capriccioso]