Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ωρυχείο [ori
ío] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει χώρο ειδικό για την εξόρυξη του μετάλλου ή γενικά του πολύτιμου για τον άνθρωπο στοιχείου που εκφράζει το α' συνθετικό: αδαμαντ~, ανθρακ~, μεταλλ~, χρυσ~. [λόγ. < ελνστ. -ωρυχεῖον < αρχ. -ωρύχος ως β' συνθ.: ελνστ. χρυσ-ωρυχεῖον]